Τι θα στοιχίσει περισσότερο στον Μάρτιν Σουλτς; Η αποκάλυψη του «Σπίγκελ» ότι χρησιμοποιούσε ιδιωτικό τζετ ως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου ή η υπενθύμιση των πολιτικών του αντιπάλων ότι κάποτε είχε ταχθεί υπέρ του ευρωομολόγου; Είναι κάτι που θα φανεί στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, όπου ο υποψήφιος των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών θα αναμετρηθεί με την καγκελάριο Μέρκελ. Το βέβαιο, προς το παρόν, είναι ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θεωρούν πλέον τον Σουλτς υπολογίσιμη δύναμη. Κι ότι τον φοβούνται.
Η απόδειξη βρίσκεται σε ένα έγγραφο εννέα σελίδων το οποίο συνέταξαν βουλευτές της CDU και στην ουσία συνιστά μια ανασκόπηση από τα έργα και τις ημέρες του Σουλτς στις Βρυξέλλες. Στο έγγραφο, για παράδειγμα, μπορεί να διαβάσει κανείς τον ισχυρισμό ότι ο ως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου ο Μάρτιν Σουλτς προωθούσε τους βοηθούς του σε καλές θέσεις ή ότι συνδύαζε τα καθήκοντά του ως προέδρου με την προεκλογική εκστρατεία που έκανε το 2014 για να κατακτήσει την προεδρία της Κομισιόν ως υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του εγγράφου βρίσκεται ίσως στον ισχυρισμό ότι ο Σουλτς δεν ενεργούσε προς όφελος των γερμανικών συμφερόντων. Δηλαδή; «Πίεζε τον πρόεδρο της Κομισιόν να δείξει επιείκεια με την Ισπανία και την Πορτογαλία στο θέμα της παραβίασης του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας». Επιπλέον, στο έγγραφο περιλαμβάνεται και μια σειρά από δηλώσεις που είχε κάνει ο Σουλτς υπέρ της θέσπισης του ευρωομολόγου. «Θέλουμε ευρωομόλογα. Η έκδοση κοινού χρέους με χαμηλότερο επιτόκιο θα μπορούσε να εξουδετερώσει τους κινδύνους της κρίσης χρέους (των κρατών – μελών της ευρωζώνης) και να σταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα. Τα ευρωομόλογα είναι ένα ισχυρό όπλο εναντίον της κερδοσκοπίας και των εκρηκτικά αυξανόμενων επιτοκίων» φέρεται να είχε δηλώσει τον Ιανουάριο του 2012.
Βρώμικη καμπάνια
Αμεση ήταν η αντίδραση του SPD που διά στόματος της γενικής γραμματέως Καταρίνα Μπάρλεϊ έκανε λόγο για «βρώμικη καμπάνια». Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος του κόμματος Ραλφ Στέγκνερ δήλωσε στην κυριακάτικη «Μπιλντ» ότι η CDU «διαδίδει αστήρικτες φήμες ελπίζοντας ότι κάτι θα μείνει».