Ένα σημαντικό βήμα προς την εξεύρεση μιας θεραπείας για την φαλάκρα έκαναν οι επιστήμονες, αποκαλύπτοντας τις γενετικές αιτίες της.
Στη μεγαλύτερη έως σήμερα μελέτη για την φαλάκρα, επιστήμονες από τη Σκωτία ανακάλυψαν σχεδόν 300 γενετικές περιοχές που σχετίζονται με την ανδρικού τύπου αλωπεκία – πολλαπλάσιες απ’ όσες είχαν ανακαλυφθεί έως πρότινος.
Αν και το εύρημα αυτό δεν σημαίνει ότι αύριο το πρωί θα έχει βρεθεί το πολυαναμενόμενο φάρμακο, «σαφώς και αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ρικάρντο Μαριόνι, από το Κέντρο Γονιδιωματικής & Πειραματικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
Όπως γράφουν ο δρ Μαριόνι και οι συνεργάτες του στην επιθεώρηση PLoS Genetics,ανέλυσαν το γονιδίωμα περισσότερων από 52.000 ανδρών και εντόπισαν 287 γενετικές περιοχές που σχετίζονται με τη σοβαρή τριχόπτωση.
Πολλές από τις περιοχές που αναγνώρισαν σχετίζονται με την δομή και την ανάπτυξη των μαλλιών, επομένως τα γονίδια που υπάρχουν σε αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχους για την ανάπτυξη φαρμάκων τα οποία θα μπορούν να θεραπεύσουν την φαλάκρα, λένε οι επιστήμονες.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης, πάντως, είναι ότι «πολλά από τα γενετικά αίτια της ανδρικού τύπου αλωπεκίας προέρχονται από το χρωμόσωμα Χ, το οποίο κληρονομούν οι άνδρες αποκλειστικά από τις μητέρες τους» δήλωσε η ερευνήτρια Σάσκια Χάγκενααρς, διδακτορική φοιτήτρια στο Κέντρο Νοητικής Γήρανσης & Επιδημιολογίας του πανεπιστημίου.
Από την πλευρά του, ο δρ Ντέιβιντ Χιλ, ειδικός στην Στατιστική Γενετική, δήλωσε ότι στην παρούσα μελέτη δεν αναζητήθηκαν στοιχεία για την ηλικία έναρξη της φαλάκρας, αλλά μόνο για τις αιτίες της.
«Όταν εξετάσουμε και την ηλικία έναρξης, πιστεύουμε ότι θα βρούμε ακόμα ισχυρότερα γενετικά στοιχεία», είπε.
Οι ερευνητές προσπαθούν τώρα να δημιουργήσουν έναν μαθηματικό αλγόριθμο που θα προβλέπει τις πιθανότητες αλωπεκίας βάσει της παρουσίας ή της απουσίας συγκεκριμένων γενετικών δεικτών.
«Απέχουμε ακόμα πολύ από τη δυνατότητα ακριβούς πρόβλεψης της σοβαρότητας και της έκτασης της αλωπεκίας κάθε ατόμου, αλλά σίγουρα με τα νέα ευρήματα κάναμε ένα σημαντικό βήμα προόδου προς τον σκοπό αυτό», είπε ο δρ Μαριόνι.