Μια κοπέλα που έχει ένα σακίδιο περασμένο χιαστί στο σώμα της στέκεται στην κορυφή μιας κυλιόμενης σκάλας. Κοιτάζει τρομαγμένη τον κόσμο που ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά παραμερίζοντάς την, τη στιγμή που από πάνω της φέγγει η μεγάλη επιγραφή «Ομόνοια». Οσο η ροή των περαστικών αυξάνεται τόσο εκείνη τα χάνει και αρχίζει να τραγουδάει για τη μεγάλη πόλη με το απρόσωπο πλήθος.

Η εναρκτήρια σκηνή της παράστασης «Αθήνα, Γραμμή 1», που κάνει πρεμιέρα απόψε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, βάζει αμέσως τον θεατή στο κλίμα. Το ταξίδι μιας έφηβης κοπέλας της επαρχίας προς την πρωτεύουσα για να συναντήσει τον πρώτο της έρωτα μετατρέπεται σύντομα σε μια περιπέτεια που την αναγκάζει να ενηλικιωθεί, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τα περιθωριακά στοιχεία του κέντρου αλλά και τις φιγούρες που συναντά στα βαγόνια του ηλεκτρικού. «Είναι ένα έργο που επικεντρώνεται στις κατώτερες τάξεις και τους φτωχούς ανθρώπους, είναι ένα underground μιούζικαλ. Η επιτυχία του είναι ότι περιλαμβάνει περισσότερη πραγματικότητα απ’ ό,τι τα συνηθισμένα μιούζικαλ. Και το κοινό το αγαπάει γιατί αναγνωρίζει τόσο διαφορετικούς ανθρώπους. Είναι ένα έργο σχετικά με την επιβίωση» δηλώνει στο «ΝΣυν» ο συγγραφέας του έργου, Φόλκερ Λούντβιχ.

ΒΕΡΟΛΙΝΟ – ΟΜΟΝΟΙΑ. Ο Γερμανός έγραψε το κείμενο στο διχασμένο από το Τείχος Βερολίνο του 1986, απευθυνόμενος σ’ ένα νεανικό κοινό, μιλώντας για τα προβλήματα της εποχής τους μέσα από τη μουσική και τις δυνατές αλλά καθημερινές εικόνες. Τρεις δεκαετίες αργότερα, και με την παραγωγή να έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 25 γλώσσες, η ίδια ιστορία αναβιώνει στη χώρα μας, με σημείο αναφοράς την Ομόνοια και τη διαδρομή του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. «Εδώ είναι μια σύντομη εκδοχή αλλά πολύ συμπυκνωμένη, επικεντρώνεται στο μήνυμα και η ψυχαγωγία δεν είναι τόσο σημαντική. Μου αρέσει» τονίζει ο ίδιος.

Εχοντας τη δομή του μιούζικαλ αλλά φιλοδοξώντας να λειτουργήσει σε μεγαλύτερο βάθος, η παράσταση φωτίζει τις αγωνίες, τις επιθυμίες και τα όνειρα των νέων μέσα στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της Αθήνας. «Οταν διάβασα το κείμενο θεώρησα ότι είναι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για να πάρουμε μια αρχετυπική ιστορία ενός κοριτσιού που κάνει ένα ξεκίνημα για τη ζωή και να δούμε τι εισπράττει, τι σημαίνει το να ζεις σε μια μεγάλη πόλη, με τι ταυτίζεσαι, πώς θα φτιάξεις την ταυτότητά σου, τι θα κρατήσεις και τι θα πετάξεις και πού μέσα σ’ αυτό το πράγμα υπάρχει χώρος για τη φαντασία. Είναι ένας άνθρωπος που αφήνει τη φαντασία του ελεύθερη και μπορεί όποια κι αν είναι τα δεδομένα να συνεχίσει να ονειρεύεται» υπογραμμίζει η Σοφία Βγενοπούλου, σκηνοθέτρια της παράστασης, η οποία ανεβάζει στη σκηνή έναν θίασο επαγγελματιών ηθοποιών και εφήβων της ομάδας Grassphoper youth.

Η ίδια, κρατώντας τα δομικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου και τη βασική ιδέα της πλοκής, διαμόρφωσε εκ νέου την ανθρωπογεωγραφία του έργου φτιάχνοντας μια νέα ουσιαστικά παράσταση που αντανακλά ζητήματα της εποχής. «Μέσα σ’ όλο αυτό, υπάρχει και μια αναφορά για το τι είναι η Ελλάδα, ποια είναι η Αθήνα και πώς έχει φτιαχτεί ως πόλη. Είχα σκοπό να πω πως ό,τι κι αν συμβαίνει στον καθένα κι όποια ιστορία και να κουβαλάς μέσα σου, οι μεγάλοι παραδίδουμε πράγματα στους νέους. Τις εικόνες μας, τα στερεότυπά μας, τα πάντα κι αυτό σημαίνει μια τεράστια ευθύνη» παραδέχεται.

ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ. Μέσα από τα λόγια αστέγων, ανθρώπων της πιάτσας της Ομόνοιας, καθωσπρέπει συντηρητικών που έως και αλληθωρίζουν προς τη φασιστική ιδεολογία, ελεύθερων πνευμάτων που έχουν σπάσει τα καλούπια της καθημερινότητας και μεσοαστών που πνίγονται στη ζωή που έχουν στήσει, περνούν αναφορές για την οικονομική κρίση, το προσφυγικό ζήτημα και τις τάσεις της σύγχρονης κοινωνίας. «Το έργο έχει έναν ιδιοφυή σκελετό που μπορείς να τον γεμίσεις και είναι ανοιχτός για περιεχόμενο. Υπάρχουν στιγμές που έχουν γραφτεί εξ ολοκλήρου από το μηδέν, αλλά το ίδιο σου δίνει αυτή τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι θέλεις. Μπήκαν αρκετά στοιχεία αλλά πάνω σ’ έναν ήδη υπάρχοντα σκελετό. Ο ρυθμός του, η αλληλουχία έχει παραμείνει. Ακόμα και οι εντελώς γερμανικές στιγμές μπορεί να άλλαξαν τα λόγια ή οι χαρακτήρες» λέει ο Γιάννης Τσίρμας που υπογράφει τη διασκευή του κειμένου. Αντλώντας υλικό από συνεντεύξεις και εξομολογήσεις σημερινών Αθηναίων, έχτισε πρόσθετες σκηνές στους διαλόγους με την επιδοκιμασία του Λούντβιχ, για να ολοκληρώσει τις αναφορές στην πρωτεύουσα του σήμερα. «Το πρώτο πέρασμα στην ελληνική πραγματικότητα έγινε από τον Αλέξη Καλοφωλιά (σ.σ.: μεταφραστή του κειμένου). Γλωσσικά δηλαδή, το πώς μιλάνε αυτοί οι τύποι, λίγο περιθωριακοί, λίγο λούμπεν, λίγο underground και μετά προστέθηκαν πράγματα» λέει ο ίδιος.

INFO

«Αθήνα, Γραμμή 1», από σήμερα έως τις 19 Φεβρουαρίου στις 21.00 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση (Συγγρού 107-109, τηλ. 210-9005.800, είσοδος 5-12 ευρώ).