Το φθινόπωρο του 2014, μια νύχτα, η Επίδαυρος έζησε μεγάλες στιγμές. Ο σκηνοθέτης Ματίας Λάνγκχοφ, που τραβούσε σκηνές για ένα ντοκιμαντέρ στον χώρο του αρχαίου θεάτρου, συνελήφθη ως ιερόσυλος. Διέπραξε ύβριν, είπαν. Τι είχε διαπράξει, στην πραγματικότητα, ο ανυποψίαστος Γερμανός; Είχε εμπιστευθεί περισσότερο από όσο έπρεπε τις ελληνικές Αρχές.
Πίστεψε, δηλαδή, ότι επειδή έβγαλε νομίμως τις άδειες και έπραξε σύμφωνα με όσα είχαν συμφωνήσει θα του επιτρεπόταν να κάνει ανεμπόδιστα τη δουλειά του. Δεν είχε καταθέσει σενάριο, βεβαίως, αλλά τι το ήθελε το σενάριο η αρχαιολογία, δεν έχουμε δικτατορία, η τέχνη είναι ελεύθερη. Υπολόγισε όμως χωρίς έναν αδιάκριτο φύλακα, ο οποίος κρυφά προσπάθησε να δει από μακριά τι εικόνες τραβούσε. Είδε, λοιπόν, και έφριξε –διότι μία εκ των ηθοποιών εμφανιζόταν ημίγυμνη. Ιεροσυλία καραμπινάτη, και βεβήλωση του νεκρού τοπίου από ίχνη ζωής. Αυτόκλητος θεματοφύλακας της ιερότητος, ο φύλακας τηλεφώνησε στην αστυνομία Ναυπλίου, όργανα της οποίας έσπευσαν να τον συλλάβουν. Ο καλλιτέχνης φρικάρισε, αδυνατούσε να διανοηθεί πώς μπορούσε να προσβάλει τις πέτρες.
Αλλά στην Ελλάδα οι πέτρες είναι το απόλυτο φετίχ. Είναι απολύτως νεκρές. Αλλά ό,τι δεν είναι νεκρό στην Ελλάδα δεν το παίρνουν σοβαρά –η ζωή είναι εχθρά τού τρισχιλιετούς έθνους, κοινής ιδεολογίας των δεξιών (Ολγα Κεφαλογιάννη, Γιώργος Κουμουτσάκος) και των αριστερών (Λυδία Κονιόρδου). Ακόμα και η Εκκλησία, διά του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, εξήρε την απόφαση του ΚΑΣ –η Εκκλησία, που έχει γκρεμίσει αρχαίους ναούς για να χτίσει εκκλησίες…
Προτού γίνει Πρωθυπουργός, ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε μια συνέντευξη σε δημοσιογράφο του περιοδικού «Στερν». Κάποια στιγμή, του έδειξε την Ακρόπολη, που φαινόταν από το μπαλκόνι του γραφείου του. «Ξέρετε», του είπε, «αυτό είναι το πλεονέκτημά μου απέναντι στην κυρία Μέρκελ. Εγώ από το γραφείο μου έχω θέα σε 2.500 χρόνια ιστορίας της Δημοκρατίας κι εκείνη μόνο στο Ράιχσταγκ».
Κάπως έτσι, με την παρελθοντολογία κυρίαρχη, ετάφη και το παρόν και το μέλλον της χώρας.