Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για έναν άνθρωπο που επικοινωνεί σχεδόν καθημερινά μέσα από μια εφημερίδα με όποιον αριθμό –μικρό ή μεγάλο –αναγνωστών, τι σημαίνει αυτή η σχέση μέσα στα χρόνια. Μπορεί να μη γνωρίζει κατ’ όψιν τους αναγνώστες του ή να μη λέει σ’ αυτούς τίποτε το πρόσωπό του, αν συμβεί και συναντηθούνε, η επικοινωνία όμως που έχει συντελεστεί, έστω και αν πραγματοποιείται μέσα σε άπλετο φως, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας συνωμοσίας –χώρια που προκαλεί και το ρίγος της.
Σαν ν’ ανταλλάσσουν μεταξύ τους ένα μυστικό που, όσο και αν αυξηθεί ο αριθμός αυτών που θα ήθελαν να το πληροφορηθούν, οι δεσμοί ανάμεσα σε όλους παραμένουν τόσο βαθείς και ισχυροί όσο θα ήταν κι αν αυτοί που το μοιράζονται μεταξύ τους δεν αριθμούσαν πάνω από δύο ή τρία άτομα. Οση σημασία έχει για έναν εφημεριδογράφο ό,τι του λένε καθημερινά για αυτά που γράφει –όσοι του λένε –τόση και μεγαλύτερη έχει ο άνθρωπος που, όταν τον συναντάει, προσπαθεί να του θυμίσει ένα κείμενό του, ένα χωρίο του ιδιαίτερα, έστω κι αν συνήθως θυμάται λάθος και το τι ακριβώς είχε γράψει ή το τι ακριβώς εννοούσε ο εφημεριδογράφος.
Μοιάζει με μια μεγάλη ερωτική σχέση που, όταν περάσουν τα χρόνια και συμβεί να συναντηθούν το ερώμενο πρόσωπο με τον εραστή, αν και ανακαλούν ο καθένας για λογαριασμό του με τελείως διαφορετικό τρόπο τη σχέση αυτή, δεν παύουν να αναφέρονται και οι δυο τους σε κάτι που τους συγκλόνισε εξίσου, για να το διατηρούν ακόμη ζωντανό μέσα τους.
Δεν έχει συζητηθεί ποτέ πλατιά ότι η εφημερίδα μπορεί να είναι η σπαρταριστή είδηση, το σχόλιο, το κείμενο, η ανάλυση ή ο συνδυασμός όλων αυτών, ό,τι όμως της δίνει την αναντικατάσταση σημασία της είναι το γεγονός πως ως προϊόν καταναλώνεται σχεδόν ταυτόχρονα από ένα πλήθος ανθρώπων που η ελευθερία τους, σε σχέση με την επιλογή του, τους δίνει, αφού πρόκειται για πολίτες, τον βαθμό μιας υψηλής συνειδητότητας.
Σε αντίθεση με το Διαδίκτυο που δεν στοιχίζει τίποτε απολύτως η χρήση του, την εφημερίδα πρέπει να την αγοράσεις και η διαφορά αυτή συνιστά έναν ακρογωνιαίο, γενικότερα, λίθο του πολιτισμού μας. Ποια είναι αυτή η διαφορά; Πως ό,τι αποκτάς μόνο πληρώνοντάς το έχει οργανωθεί για να διαθέτει όση γίνεται περισσότερη ακρίβεια, αλήθεια, πολυμέρεια ή και σεβασμό στη γλώσσα –μια και μιλάμε για εφημερίδες –ενώ ό,τι προσφέρεται δωρεάν, άκοπα, με το πάτημα ενός κουμπιού, ούτε η αντικειμενικότητα μπορεί να το ενδιαφέρει ούτε ο φόβος μην τυχόν πει ψέματα ή σφάλλει. Αν το Διαδίκτυο από τη σύλληψή του δεν ωθείται συνειδητά προς την κατεύθυνση αυτή.
Οταν πρόκειται για προϊόν που θα καταναλωθεί μ’ όποιον τρόπο και αν έχει μαγειρευτεί, θα περάσει μέσα του όση είναι δυνατόν περισσότερη σαβούρα, αφού έχει και αυτή τα κελάρια της γεμάτα. Οπως τα έχει η σκέψη, ο στοχασμός, η παιδεία, η αίσθηση πως, όσο ασυνάρτητος κι αν είναι ο κόσμος, μπορούμε να τον βιώνουμε με τη στοιχειώδη ευταξία και ευπρέπεια του έντυπου λόγου. Και βέβαια δεν είναι ευαγγέλια οι εφημερίδες, προσφέρουν όμως την ευχέρεια να μπορεί να ελεγχθούν –τεράστια υπόθεση.