«Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα»: Ποιο είναι το πραγματικό ίχνος που αφήνει πίσω της μια τραγωδία; Και πού την ανιχνεύει κανείς; Στις μελοδραματικες κορόνες; Ή μήπως στις σιωπές και στα κενά της καθημερινότητας; Κι αν ισχύει αυτό, πού να εντοπίσει κανείς εκείνη τη φθορά, πίσω από την οποία τελικά κρύβονται και κραυγές και ψίθυροι; Οι φιλμογραφημένες απεικονίσεις ανθρώπων σε σύγκρουση απέχουν πολύ απ’ αυτό που αποκαλούμε «ευχάριστη ψυχαγωγία» κι όμως τις παρακολουθούμε καθηλωμένοι. Και στη «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» ο σπουδαίος Κένεθ Λόνεργκαν φτιάχνει ακριβώς μια τέτοια ταινία. Που, όπως ακριβώς και οι ήρωες της, είναι εύθραυστη, αμήχανη, αγωνιώδης και πολύ συχνά συναρπαστική, δίχως να φοβάται ακόμα και το χιούμορ που προκύπτει από την αλήθεια της.
Εδώ, λοιπόν, ο Λι (Κέισι Αφλεκ) επιστρέφει στη μικρή πόλη όπου γεννήθηκε με αφορμή τον θάνατο του αδελφού του, έτοιμος να αναλάβει την κηδεμονία του ανήλικου ορφανού ανιψιού (Λούκας Χέτζες), όχι όμως και για τις συγκρούσεις που τον περιμένουν εκεί. Μέσα από μια σειρά αναδρομικών σεκάνς (τα λεγόμενα flashbacks) μαθαίνουμε πως ουσιαστικά αυτοεξορίστηκε λόγω μιας οικογενειακής τραγωδίας που προκάλεσε ο ίδιος. Ενα άδειο από συναισθήματα κέλυφος, που αδυνατεί να πλησιάσει τους άλλους. Η θάλασσα δίπλα στην πόλη είναι γεμάτη από τραυματικές μνήμες. Στα βάθη της όμως κρύβεται και η ελπίδα της λύτρωσης.
Δεν θα συναντήσετε «μεγάλες αλήθειες» στους διαλόγους, ούτε ακέραιες απαντήσεις καταχωνιασμένες δίπλα σε κοινοτοπίες. Η ταινία του Λόνεργκαν δεν είναι μια πραγματεία για τη διαχείριση της θλίψης. Ούτε όμως «χρεώνει» τους ήρωές της με λάθη και ενοχές, επειδή κατανοεί πως η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Θα μου πείτε, σιγά την ανακάλυψη. Σκεφτείτε όμως τον αφόρητο μανιχαϊσμό που –διά της πολιτικής ορθότητας –έχει σαρώσει στην κυριολεξία το αμερικανικό σινεμά. Φιλμ σαν κι αυτό είναι τόσο σπάνια σήμερα.
Οχι πως οι αρετές του σταματούν εκεί –αντιθέτως αυτή είναι και η αφετηρία μας: Δύσκολα θα βρείτε καλύτερο φιλμ για την απώλεια και τον θάνατο (ναι, ξέρω, δεν προδιαθέτει για έξτρα ποπκόρν αυτή η επισήμανηση), στημένο με τέτοιο ρεαλισμό και ζωντάνια. Οι ανάσες των ηρώων σκάνε δίπλα μας, οι σιωπές τους μας ταράζουν όσο και τα ξεσπάσματά τους, σχεδόν κοιμόμαστε στα ίδια σεντόνια (προσέξτε την εναρκτήρια σεκάνς).
Και φυσικά είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για το φιλμ δίχως να αναφερθεί στις ερμηνείες ολόκληρου του καστ, αν και το δράμα «κάθεται» στις πλάτες της Μισέλ Γουίλιαμς –που κλέβει σχεδόν την παράσταση σε μια στιγμή ανθολογίας –και του Κέισι Αφλεκ. Ο τελευταίος, μετά τις συγκλονιστικές του εμφανίσεις σε αδικημένα φιλμ, όπως η «Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ» και η «Σκουριασμένη πόλη», οδηγείται εδώ στην πρώτη σειρά των μεγάλων αμερικανών ηθοποιών.
Βαθμοί: 8
Αλλαγές ταχυτήτων
«Η ζωή μιας γυναίκας»: Νορμανδία, 1819. Η Ζαν, μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα, επιστρέφει σπίτι. Τα σχολικά της χρόνια τα πέρασε στο μοναστήρι. Παντρεύεται έναν ευγενή της περιοχής, αλλά σύντομα αυτός αποδεικνύεται τσιγκούνης και άπιστος. Σιγά σιγά οι ψευδαισθήσεις της Ζαν διαλύονται. Μπορεί να έχουμε να κάνουμε με ταινία εποχής βασισμένη σ’ ένα μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάν, ο Στεφάν Μπριζέ όμως την εντάσσει σε έναν αστίλβωτο καμβά, επιχειρώντας τελικά μια όχι και τόσο ακραία στροφή ύφους και περιεχομένου. Απέχει βέβαια από το αριστούργημά του («Ο νόμος της αγοράς») αλλά και πάλι αποτελεί μια εξαίσια σινεφιλική πρόταση.
Βαθμοί: 7
Εν τάχει
Βρισκόμαστε στο Βερολίνο και ως εκ τούτου «χάσαμε» τις παρακάτω ταινίες που προβλήθηκαν εν απουσία μας: Στο «John Wick: Κεφάλαιο 2» ο Κιάνου Ριβς ξεπαστρεύει για άλλη μια φορά τους «κακούς» σε ρυθμούς μυδραλιοβόλου, ενώ ο Ομάρ Σι πρωταγωνιστεί σε άλλη μια δραματική κομεντί ελαφρών τόνων με τον οπτιμιστικό τίτλο «Ολα αρχίζουν αύριο» όπου ο ήρωας καλείται να μεγαλώσει μονάχος του ένα παιδί. Τέλος, στο «Αντίδοτο στην ευεξία» (τι παράξενος τίτλος), φιλόδοξος χρηματιστής της Wall Street φτάνει σε απομονωμένο θεραπευτικό σπα στις Αλπεις με σκοπό να πείσει τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας για την οποία εργάζεται να… επιστρέψει στα καθήκοντά του. Το υπογράφει ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι που προσπαθεί να επιστρέψει στο χολιγουντιανό προσκήνιο μετά το στραπάτσο του «Μοναχικού καβαλάρη» με τον Τζόνι Ντεπ.