Θα μπορούσαν να είναι σχέδια, μεθοδεύσεις, ιδεολογικές εμμονές, κερδοσκοπικές στρατηγικές, ακόμη και υπαρξιακά διακυβεύματα αυτής της κυβέρνησης. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό, αλλά το κατά πόσον τα συνειδητοποιούμε εμείς οι πολίτες. Και, εφόσον τα συνειδητοποιούμε, αν διατηρούμε τα αλάρμ σε λειτουργία ή (φτωχοποιημένοι, κουρασμένοι και απαυδισμένοι) γλιστράμε σιγά σιγά στην απάθεια τού «εδώ που φτάσαμε ό,τι θέλει ας γίνει». Αν εκπίπτουμε σε «κλινικά νεκρούς» πολίτες. Ο,τι πιο βολικό, δηλαδή, για αυταρχικούς κυβερνώντες. Μήπως κάπως έτσι δεν εθιστήκαμε και στα κυβερνητικά ψεύδη ώστε το «ούτε ένα ευρώ μέτρα» του Αλέξη Τσίπρα να το αντιμετωπίζουμε περισσότερο σαν διαδικτυακό τρολάρισμα παρά σαν πρωθυπουργική εξαπάτηση;
Ετσι, εξοικειωνόμαστε με τις μικρές κι ανέμελες απόπειρες κατάλυσης του Συντάγματος. Τις, έστω και φλου πολιτίκ, νύξεις του Πάνου Σκουρλέτη για μονιμοποίηση των συμβασιούχων πυροσβεστών ή το «κάνουμε τα στραβά μάτια» στην πρόταση για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστικών. Εξάλλου η πολυδιαφημισμένη, αν και διακοσμητική, επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος είναι σαν να υπαινίσσεται «ε, δε είναι και τίποτα από δαύτο» (έτσι δεν το έλεγε σε κάποια ταινία ο Παπαγιαννόπουλος;). Μπαίνουμε, έστω και αν το εκλαμβάνουμε ως πολιτικό θρίλερ ή καλαμπούρι, στην κουβέντα για επιστροφή στη δραχμή, τάχα μου διανθισμένη με καλολογικά στοιχεία από τον Καρκαβίτσα. Και εντάσσουμε στην κανονικότητα τους τραμπουκισμούς των χρυσαυγιτών είτε με τη μετάδοση των εκδηλώσεών τους από την ΕΡΤ είτε με την ανοχή στο ότι τα έκαναν λαμπόγυαλο μέσα στο δικαστήριο. Κάποιοι μπορεί να επενδύουν πολιτικά σε όλα αυτά. Εμείς τι κάνουμε;