Τους λόγους για τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχθεί την περαιτέρω μείωση των συντάξεων, παραθέτει η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, σε επιστολή της προς τους Financial Times.
Απευθυνόμενη προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και χαρακτηρίζοντας «παράλογη» την αξίωση περί νέων συνταξιοδοτικών περικοπών, η Ελληνίδα υπουργός εξηγεί πως με βάση την τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η συνολική κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων εκτιμάται σε λιγότερο από 9% του ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα, όπως διευκρινίζει, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος συνδέεται αποκλειστικά με το κόστος χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος και όχι των συνολικών δαπανών. Το αντίστοιχο μέγεθος για την Ελλάδα ανέρχεται πέριξ του 5% του ΑΕΠ, σπεύδει να προσθέσει.
Η συγκεκριμένη απόκλιση, συνεχίζει η κα Αχτσιόγλου, δεν συνδέεται με ένα γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά κυρίως, συνιστά αποτέλεσμα της σημαντικής συρρίκνωσης του ΑΕΠ, της εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας και της συνεπαγόμενης μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.
Παράλληλα, η ίδια καλεί το ΔΝΤ να εστιάσει και στα υπόλοιπα πεδία των κοινωνικών δαπανών, όπου η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. «Οι ελληνικές συντάξεις δρουν ως υποκατάστατο άλλων πλευρών της κοινωνικής ασφάλειας, καλύπτοντας αυτό το κενό» τονίζει, στο ίδιο πλαίσιο.
Οι Έλληνες συνταξιούχοι βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση έναντι των Ευρωπαίων, καθώς δεν έχουν πρόσβαση σε άλλου είδους κοινωνικές παροχές, αναφέρει η κα Αχτσιόγλου, παραθέτοντας το εξής στοιχείο: «Το κατά κεφαλήν εισόδημα των ατόμων, ηλικίας άνω των 65 ετών, ανέρχεται σε 9.000 ευρώ έναντι 20.000 ευρώ στην Ευρωζώνη».
«Η επιμονή σε περαιτέρω μειώσεις, όταν οι Έλληνες συνταξιούχοι μετά βίας καταφέρνουν να ζήσουν, δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η κοινωνική δυσαρέσκεια» καταλήγει η Ελληνίδα υπουργός.