Τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο εκδηλώσεως οξείας λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος, σύμφωνα με μία νέα ανάλυση.
Όπως έδειξε, οι άνθρωποι που έχουν υγιή επίπεδα της βιταμίνης διατρέχουν κατά 12% μικρότερο κίνδυνο εκδήλωσης γρίπης, κοινού κρυολογήματος (ιώσεων), βρογχίτιδας και πνευμονίας.
Τα ευρήματα αυτά, λένε οι ερευνητές, υποστηρίζουν την σύσταση των ειδικών για μετρημένη αλλά συστηματική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και τακτική κατανάλωση λιπαρών ψαριών, καθώς και για εμπλουτισμό των τροφίμων με τη βιταμίνη όταν είναι συχνό φαινόμενο η ανεπάρκειά της στον γενικό πληθυσμό.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση (BMJ), βασίσθηκε στην ανάλυση στοιχείων από 25 προγενέστερες, στις οποίες είχαν συμμετάσχει συνολικώς 11.321 παιδιά και ενήλικες που κάλυπταν όλο το ηλικιακό φάσμα (από λίγων μηνών έως 95 ετών).
Αν και η νέα μελέτη υποδηλώνει ότι η βιταμίνη D είναι σημαντική για την υγεία του ανοσοποιητικού συστήματος, τα ευρήματά της δεν σημαίνουν ότι υπάρχει σχέση αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ της βιταμίνης και των ιώσεων, έσπευσαν να διευκρινίσουν οι επιστήμονες.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τη μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης αναπνευστικής λοίμωξης (κατά 70%) διατρέχουν οι άνθρωποι με ανεπάρκεια βιταμίνης Dπου λαμβάνουν διατροφικό συμπλήρωμά της.
Οι τιμές της βιταμίνης D στο αίμα είναι φυσιολογικές όταν κυμαίνονται από 30 έως 100 ng/ml. Οι τιμές μεταξύ 10 και 30 ng/ml σημαίνουν ανεπάρκεια της βιταμίνης και οι τιμές κάτω από 10 ng/ml σημαίνουν έλλειψη της βιταμίνης. Οι τιμές πάνω από 100 ng/ml είναι τοξικές.
Την βιταμίνη D εκ φύσεως παράγει το δέρμα όταν εκτίθεται στον ήλιο. Οι καλύτερες φυσικές πηγές της είναι τα λιπαρά ψάρια και τα ιχθυέλαια (π.χ. μουρουνέλαιο), ενώ στο εμπόριο διατίθενται πολλά τρόφιμα που είναι εμπλουτισμένα με αυτήν (π.χ. γάλα).