«Μικροαστοί» θα ήθελαν να είναι. Να κοιμούνται νωρίς τη νύχτα και να ξυπνούν νωρίς το πρωί. Χωρίς έγνοιες και… Οχτάωρο να δουλεύουν. Οχτάωρο. Εστω. Και τα Σαββατοκύριακα να πήγαιναν στη θάλασσα. Τους άρεσε.
Θα γλίτωναν. Θα γλίτωναν από το «Θεατρίνα; Ελένη μου, είσαι άκαμπτη. Πολύ ευθύς χαρακτήρας, πολύ ευαίσθητη. Θα υποφέρεις μέσα στο φαρμάκι και τ’ αγκάθια του θεάτρου» ή από το «Ενας Δενδραμής οφείλει να σέβεται το όνομα της οικογενείας του». Θα γλίτωναν από το «Η δεσποινίς Παπαδάκη, σε αυτόν το ρόλο δεν…» ή «Ο κύριος Δενδραμής θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τον…». Θα γλίτωναν και από το «Λυπάμαι Ελένη, αλλά δεν υπάρχει κάτι άλλο σε αυτήν τη διανομή…». Θα γλίτωναν και από τα «Την είδες; Βγήκε από το αυτοκίνητο τού…» ή «Κι αυτός ο θεατρίνος, φίλος της πουτάνας, τα ίδια δεν πιστεύει;». Αλλά κυρίως δεν θα έπεφταν στα μάτια τους οι άνθρωποι, τόσοι συνάδελφοι, τόσοι «φίλοι»… Mπορεί τότε να πεθαίνεις, όταν πεθαίνουν δίπλα σου οι άλλοι… Και πού ξέρεις, μπορεί και εκείνη να μην ήταν πια «δεσποινίς». Κυρία! Με ένα γιο, τον Νικόλα και μια κόρη, την Κατερίνα. Και εκείνος να έκανε ένα συνηθισμένο επάγγελμα μέχρι το τέλος της ζωής του. Λιγότερο φιλόδοξο, αλλά φιλήσυχο. Λένε πως κάποτε η Ελλη Λαμπέτη, χρόνια μετά, όταν κάποιος κριτικός έγραψε για μια ερμηνεία της πως «παίζει σαν μικροαστή» ξέσπασε σε κλάματα. Κι όταν την ρώτησαν οι συνάδελφοι γιατί, εκείνη απάντησε: «Mα γιατί το κατάλαβε. Αυτό θα ήθελα να είμαι!».
«Mικροαστοί», στις πολυθρόνες τους και στους καναπέδες τους. Ησυχοι επιτέλους να αντικρίζουν τον πρωινό ήλιο. Ανέμελοι. Πιθανόν να είχαν και την έκφραση της φωτογραφίας. Η Ελένη θα χαμογελούσε με την ίδια χαριτωμένη συστολή και εκείνος θα την κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Μπορεί οι συζητήσεις τους να ήταν λιγότερο ποιητικές. Να μιλούσαν για πιο καθημερινά ζητήματα. Θα είχαν άραγε την ίδια ευαισθησία; Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, ακόμη κι αν αλλάξει το «σενάριο» των ηθοποιών.. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρά το αυθόρμητα ζεστό βλέμμα του Νίκου και το αβίαστο χαμόγελο της Ελένης. Τα ρούχα τους θα ήταν πάνω – κάτω τα ίδια. Φίνα και μοντέρνα. Αυτό άλλωστε δεν σχολιάζει και η λεζάντα της φωτογραφίας; Τον «μοντέρνο» ενδυματολογικό κώδικα της παράστασης σε σχέση με την εποχή που διαδραματίζεται το έργο. Το τσάι θα ήταν πραγματικό. Κι ανάμεσα σε μπισκότα και χαμόγελα θα μιλούσαν για όλα όσα…
Για την ώρα βρισκόμαστε στα 1937 και στη σκηνή του κατάμεστου Βασιλικού Θεάτρου η Ελένη γίνεται Λαίδη Γουίντερμιρ και ο Δενδραμής Λόρδος Ντάρλινγκτον. Θριαμβεύουν. Εκείνη την εποχή δεν ήταν και πολλοί οι ηθοποιοί που μπορούσαν να πείσουν για την αριστοκρατική τους φινέτσα. Κι ίσως αυτό, σε συνδυασμό με τη «διπλή τους υπόσταση», όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει ο Αλέξης Σολομός για την ερμηνευτική προσέγγιση της Παπαδάκη, να γένναγε τις φήμες…
«Οταν η προσωπικότητα του ηθοποιού εμφανίζεται με δυο μορφές, δυο διαμετρικά αντίθετες μορφές που, όταν πιστεύεις στη μια, λες δεν μπορεί να υπάρχει η άλλη»… Τότε ίσως μπορεί να πιστέψεις κι ένα σωρό αστήρικτες και ατεκμηρίωτες κατηγορίες για το ήθος του… Είναι το Παράδοξο και το Μυστηριώδες που το επιτρέπουν. Κι ο ηθοποιός που μας πείθει πάνω απ’ τη σκηνή δεν μπορεί παρά να είναι ένα παράδοξο, μυστηριώδες και σχεδόν αφύσικο πλάσμα. Μια ερμαφρόδιτη κι ημιθεϊκή προσωπικότητα. Ενα βλαστάρι θεού. Ενα προϊόν θαύματος. Αυτό συμβαίνει λίγο ή πολύ με όλους τους καλούς θεατρίνους. Μπορεί και να ‘ναι κάτι πιο απλό. Πώς το έλεγε ο ιρλανδός τους συγγραφέας (Οσκαρ Ουάιλντ); «Τον πραγματικά ελεύθερο άνθρωπο. Ελεύθερο στη σκέψη, στο σώμα, στην καρδιά, στην ψυχή δεν τον θέλει στην πραγματικότητα κανείς. Αυτόν καραδοκεί κάθε σύστημα. Είναι ο μεγάλος, ο αληθινός εχθρός. Ο ομοούσιος. Αυτός που υψώνεται, που υψώνει τους άλλους. Που πάει το είναι του, την ανθρωπότητα ένα ακόμα βήμα πέρα. Ο λαμπερός!»
Μπορεί αυτό να ενοχλούσε περισσότερο κι απ’ τη λάμψη τους: το μυαλό τους…
Εναν χρόνο μετά, η Ελένη απογοητευμένη από τις αγκωνιές των συναδέλφων της γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο: «Κοιμήσου, κοιμήσου για πάντα. Φύγε μακριά από αυτόν τον φρικτό κόσμο. Τίποτα πια να μη βλέπεις, τίποτα πια να μην ακούς. Ολα είναι τόσο ατελείωτα άσχημα και πρόστυχα. 9 Απριλίου ’38». Κι είναι σαν να μας προετοιμάζει. Σαν να προετοιμάζει και τον καλλιτεχνικό της συνοδοιπόρο. Πώς αντιμετωπίζει κανείς τη «σκόπιμη προστυχιά»; Μια θεατρική ηρωίδα, που θα γεννιόταν δέκα χρόνια μετά στην άλλη άκρη του κόσμου, η Μπλανς του Νότου θα χανόταν στις ερημιές του νου της για να μη βλέπει πια και να μην ακούει… Μπορεί τον ρόλο αυτόν να τον έπαιζε. «Αυτός ο ρόλος ήθελε Παπαδάκη!». Συχνά ακουγόταν αυτή η φράση στους θεατρικούς κύκλους για χρόνια, σαν ένα είδος παρασκηνιακής παροιμίας για όλους τους ρόλους, για όλα τα δραματικά πρόσωπα που δεν πρόλαβε να ενσαρκώσει… Κι αν η Ελένη προέτρεπε τον εαυτό της να κοιμηθεί για να αντιμετωπίσει την ατελείωτη προστυχιά, ο Νίκος πώς αντιδρούσε;
Πάντως έξι χρόνια μετά, στα διαφορετικά σημειώματα αγνώστου αποστολέα που τους προειδοποιούσε σχετικά με τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή τους εξαιτίας του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού, μέσα στη δίνη των Δεκεμβριανών, θα αντιδράσουν πάνω κάτω με τον ίδιο τρόπο. Με τη διαφορά πως ο Δενδραμής θα σωθεί σαν από θαύμα από την ανατίναξη του σπιτιού του, ενώ η Ελένη θα συλληφθεί στο σπίτι του Μυράτ και θα οδηγηθεί στην Ούλεν όπου και θα εκτελεστεί.
Δεν ξανάπαιξαν και οι δυο. Εκείνη αναλήφθηκε στους ουρανούς κι εκείνος κλείστηκε στο σπίτι του. Αποτραβήχτηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η μοίρα της κοινωνίας σε αντίθεση με τη μοίρα του μύθου ήταν πάντα πιο σκληρή για τις γυναίκες. Οπως και να ‘χει, την τίμησαν τη φιλία τους.
Ναι, στο θέατρο υπάρχουν φιλίες.