Στην τρέχουσα θεατρική σεζόν συστήνεται ως Αϊβι στο βραβευμένο με Πούλιτζερ και Τόνι «Αύγουστο» του Τρέισι Λετς, μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες που έχει παρουσιαστεί σε περισσότερες από 30 χώρες ενώ έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο (2013) από τον Τζον Ουέλς με πρωταγωνιστές τούς Μέριλ Στριπ, Τζούλια Ρόμπερτς, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ. Το έργο είναι ένα οικογενειακό δράμα ιδωμένο με κάπως πιο ανάλαφρο τρόπο και φέρει τη σκηνοθετική σφραγίδα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Η Βολιώτη υποδύεται μία από τις τρεις κόρες της οικογένειας (με θεατρική μητέρα τη Θέμιδα Μπαζάκα). Είναι εκείνη που δεν έχει κάνει την επανάστασή της και είναι η πιο εσωστρεφής. Αυτοί οι άνθρωποι, εσωτερικής καύσης, αν βρουν τη δίοδο θα φτάσουν στην πιο μεγάλη έκρηξη. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό.
Κατά κάποιον τρόπο, ο ρόλος ταιριάζει γάντι στη χαμηλών τόνων Βολιώτη. Σκηνική παρουσία όχι οξύκορφη αλλά με διακριτικές κορυφογραμμές. Και πέρσι η παράσταση στην οποία συμμετείχε, το «Αγαπημένε μου Χέρμπερτ» στο Θέατρο Τέχνης,περιστρεφόταν γύρω από το ίδιο θέμα –με διαφορετική ωστόσο σκηνοθετική αντιμετώπιση. Αν είναι σύμπτωση ή αλληλεπίδραση, δηλαδή τα έργα να «βρίσκουν» τον ηθοποιό αλλά και εκείνος να βρίσκει αφορμές, προβολές στα δικά του βιώματα, είναι ένα ζήτημα προς διερεύνηση και για την ίδια. Η παρουσία της ανέκαθεν μετρημένη ήταν. Το επικοινωνιακό παιχνίδι το περιορίζει (και φαίνεται να το ορίζει) στις συνεντεύξεις που αφορούν την εργασία της στην οποία δίνεται με συνέπεια στις επιλογές και τους χαμηλούς τόνους.
Ισως είναι σμιλευμένο στοιχείο από τη συμπεριφορά της πρώιμης περιόδου της. Η Βολιώτη νωρίς διέσχισε ένα δάσος από φοβίες τις οποίες αντιμετώπισε με ομοιοπαθητική. Και από νωρίς βρήκε τον δρόμο της. Ηταν μαθήτρια στη Γερμανική Σχολή με μια δραστήρια θεατρική ομάδα –ανέβαζε ένα έργο κάθε χρόνο –και επεδίωκε να είναι πάντα μέσα στα πράγματα. Ως φυσική συνέπεια ήρθαν οι σπουδές στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου –ευτυχισμένη περίοδο κατά δήλωσή της, με ισχυρές σχέσεις φιλίας –ενώ έχει πτυχίο από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1992 με το έργο «Το γαλάζιο πουλί» του Μορίς Μέτερλινκ και ακολούθησαν η «Ορέστεια» (1993), το «Ονειρο θερινής νυκτός» (1994). Το 1995 έλαβε το κρατικό βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου από το υπουργείο Πολιτισμού με την ταινία «Με μια κραυγή» της Βασιλικής Ηλιοπούλου –εισήλθε στην καθημερινότητά μας με ώθηση από τη δύναμη της τηλεόρασης. Τη σύστησε η Μιρέλλα Παπαοικονόμου ως μέλος της παρέας του ανεπανάληπτου «Λόγω τιμής» (Mega). Το νεανικό παρουσιαστικό της κρύβει τα 20 χρόνια αδιάλειπτης πορείας σε θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση, πάντοτε με προσεκτικές επιλογές
Στο μεταξύ, έκανε τη δυναμομέτρησή της στη σκηνοθεσία από τη θέση της βοηθού σκηνοθέτη στην παράσταση «Νεφέλες» του Αριστοφάνη το 2012 –την πρώτη φορά υπήρξε βοηθός του σκηνοθέτη Ματίας Λάνγκχοφ στον φεστιβαλικό «Φιλοκτήτη» του Χάινερ Μίλερ (με Λευτέρη Βογιατζή, Μηνά Χατζησάββα, Χρήστο Λούλη), καθώς τα γερμανικά είναι μητρική της γλώσσα. Η επιλογή εκείνη δεν προήλθε από ματαιοδοξία αλλά από την αντίληψή της ότι αποτελεί σπουδή στο επάγγελμά της. Με δεδομένο ότι ο ηθοποιός βρίσκεται σε κατάσταση δημιουργικού χάους στις πρόβες, με συνέπεια συχνά να προκαλείται ένταση στην επικοινωνία με τον σκηνοθέτη, επέλεξε να βρεθεί σε θέση παρατηρητή. Είναι εκείνη η ηρεμία που δημιουργείται από την απόσταση της θέσης που βοηθά, θεωρεί, να γίνει αντιληπτό με ποιον τρόπο η σχέση σκηνοθέτη – ηθοποιού μπορεί να γίνει εύκολη και δημιουργική ή πολύπλοκη και δύσκολη.
Η ερμηνευτική τεχνική της διακρίνεται για την πίστη της στην ομαδικότητα. Οι συνεργασίες είναι μια από τις χαρές της δουλειάς της που απολαμβάνει. Ακόμα και η αναγκαστική συνύπαρξη που επιβάλλει η θεατρική, η κινηματογραφική ή η παρεξηγημένη τηλεοπτική συνθήκη, με συνεργάτες που δεν θα έκανε ποτέ φίλους, θεωρεί ότι διευρύνει τους ορίζοντές της και την βοηθά να επαναπροσδιορίζει τον τρόπο που σκέφτεται και βλέπει τα πράγματα. Μετατοπίστηκε από την απόλυτη θέση της νεαρής ηλικίας της και έχει γίνει πιο ευέλικτη χάρη στη δουλειά της.
Εκείνο που την γοητεύει στο θέατρο είναι η κρυφή επικοινωνία που έχει με τους συναδέλφους της την ώρα της παράστασης, αλλά και η αόρατη σύνδεση με τους θεατές. Και την αντιλαμβάνεται ως μια έντονη ανταλλαγή ενέργειας, κάτι που ακούγεται μεταφυσικό αλλά αισθάνεται ότι συμβαίνει πραγματικά.
Διαφυλάττει την ιδιωτικότητα του βίου της και άνοιξε λίγο την πόρτα μόνον με σκοπό να ευαισθητοποιήσει στο λεπτό θέμα της υιοθεσίας, ως μητέρα πλέον η ίδια μιας πιτσιρίκας περίπου δύο ετών σήμερα, από την Αιθιοπία. Ισως να είναι η μόνη ώς τώρα φορά που αξιοποίησε τη δύναμη της δημόσιας εικόνας ώστε να γίνει λιγότερο δύσκολη για όλους η γραφειοκρατική διαδικασία στις διακρατικές υιοθεσίες, αλλά και επειδή τής είναι αδιανόητο να υπάρχουν παιδιά στον κόσμο που για κάποιους λόγους μένουν χωρίς γονείς. Και πάλι όμως δεν το διατυμπάνισε, το έκανε με διακριτικότητα.