Ενας χαρακτηρισμός που του έχει αποδοθεί είναι: «ο νέος που παίζει παλιό R’n’B». Ενας άλλος τον θέλει «απόγονο του Μπάντι Χόλι», ενώ δεν λείπουν κι εκείνοι που τον παρομοιάζουν με τον Μπόμπι Ντάριν. Από άποψη εξωτερικής εμφάνισης, ο Νικ Γουότερχαουζ δεν απέχει πολύ από όσα προβάλλει πάνω του η μουσική βιομηχανία ή και το κοινό: τα κοκάλινα, σπασικλέ γυαλιά, το παντελόνι με την τσάκιση, το προσεγμένο κούρεμα, τα εμπριμέ πουκάμισα ή τα καλοραμμένα σακάκια, ας πούμε ότι αρκούν ως τεκμήρια.

Οχι πάντως ότι του τα φόρεσε κανείς με το ζόρι. Τα δε τραγούδια του μόνο αταίριαστα δεν είναι με όλα αυτά: η σόουλ, το rhythm and blues, η τζαζ (άντε και το πρώιμο γκαράζ) του ’50 και των αρχών του ’60 έχουν την τιμητική τους και στους τρεις δίσκους του, χωρίς να λείπει μια σύγχρονη ζωηράδα και άνεση. Ο ίδιος έχει αναφέρει ως επιρροές τούς Μπερτ Μπερνς, Μόουζ Αλισον, Τζον Λι Χούκερ ή Βαν Μόρισον. Ενα ερώτημα λοιπόν είναι αν με την τέχνη και το παρουσιαστικό του ο Νικ Γουότερχαουζ πιάνει με αγάπη το νήμα από εκεί που το αφήσανε οι ήρωές του ή αν έστω στην πορεία ο 31χρονος Αμερικανός έβαλε στο μείγμα του και μπόλικη, ευπώλητη νοσταλγία.

Γεννήθηκε στη Νότια Καλιφόρνια και ανατράφηκε από δύο γονείς, έναν πυροσβέστη και μια πωλήτρια, που έπαιρναν στα σοβαρά την αναζήτηση και την ακρόαση της αγαπημένης τους μουσικής. Στη δισκοθήκη τους είχαν πολλή Αρίθα Φράνκλιν ή Γουίλσον Πίκετ και κάπως έτσι ο γιος τους απόκτησε τα πρώτα του ερεθίσματα. Στην εξίσωση προστέθηκε και ένα διαβαστερό πορτρέτο του σόουλ τραγουδοποιού Νταν Πεν από το βιβλίο «Sweet Soul Music» του μουσικοκριτικού Πίτερ Γκούραλνικ, αλλά και μερικά μαθήματα τρομπέτας ή μια μετάβαση στην ηλεκτρική κιθάρα. Το πρώτο του σχολικό συγκρότημα έπαιζε R’n’B, λεγόταν Intelligentsia, είχε την εμφάνιση των mods και, παρόλο που είχε αρκετούς πιστούς, τα μέλη του χώρισαν τα τσανάκια τους όταν χρειάστηκε να φύγουν για σπουδές.

Ο Γουότερχαουζ έφυγε για το Σαν Φρανσίσκο φιλοδοξώντας σε μια πιο ενήλικη μουσική καριέρα, η ντόπια σκηνή όμως του φάνηκε λιγάκι αφιλόξενη. Ευτυχώς τότε μπήκε στη ζωή του η άλλη μεγάλη, κατά δήλωσή του, επιρροή: το δισκάδικο του Ρούκι Ρικάρντο, όπου ο άνθρωπός μας όχι μόνο έπιασε δουλειά αλλά βρήκε και την ευκαιρία να ψαχουλέψει σε ένα σωρό βινύλια και να γνωριστεί με ομοτέχνους όπως ο Μάθιου Κορέια των Allah-Las.

ΧΟΡΕΥΤΙΚΟ ΠΑΡΤΙ. Οι δουλειές του, το «Time’s all gone» του 2012, το «Holly» του 2014 και το «Never Twice» του 2016, ήταν ηχογραφημένες σε αναλογικό στούντιο, περιλάμβαναν διασκευές σε τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν σαν το «Baby, I’m in the mood for you», επιστράτευαν σύγχρονους θεράποντες της σόουλ σαν τον Λέον Μπρίτζες και τέλος πάντων φανέρωναν την προσπάθεια του Γουότερχαουζ να κρατήσει μεν ζωντανή την παράδοση του R’n’B, με ακόμα πιο στιλάτο όμως τρόπο –βοηθούσης της κιθάρας, της φωνής και βεβαίως της παρουσίας του. Με διάθεση όχι ακριβώς αναβίωσης όσο σεβαστικού ξεσκονίσματος της αμερικανικής μουσικής ιστορίας.

Οι συναυλίες του; Κρίνοντας από την εμφάνισή του στην Ελλάδα το 2014, πάλι στο Gagarin, ο νεαρός έχει μεν τη ζωντάνια του συμπατριωτών του, Τάι Σιγκάλ και Allah-Las, μπορεί όμως να παραδώσει και μια συναυλία δουλεμένη μέχρι την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια: το αποτέλεσμα είναι ένα χορευτικό πάρτι που κυλάει σαν νεράκι. Οσο για το αν η προσέγγισή του στις μουσικές άλλων εποχών είναι αγνή ή εξιδανικευτική, η απάντηση μάλλον βρίσκεται στην ανατροφή του. Σε αυτήν αναφέρθηκε ο ίδιος ερωτώμενος πρόσφατα για τις R’n’B καταβολές του: «Οταν ειδικά άρχισα να παίζω κάποιο μουσικό όργανο, διαπίστωσα ότι αυτή η μουσική με έκανε να νιώθω καλά. Ο εγκέφαλός μου σκεφτόταν αυτόματα μέσα σε αυτές τις μουσικές κλίμακες, σε αυτό το αίσθημα, σε αυτή τη διάδραση με τον ρυθμό. Ηταν κάτι σχεδόν ακούσιο».

Info

Gagarin 205, Λιοσίων 205, 25/2 στις 21.00, 210-8547600. Προπώληση: 22 ευρώ, στο ταμείο: 25. Σημεία προπώλησης: viva.gr, τηλεφωνικά στο 11876, Ευριπίδης, σε όλα τα καταστήματα Public, Seven spots, Reload και στο Syd Records (Πρωτογένους 13, Ψυρή). Τη συναυλία θα ανοίξουν οι Cave Children