Ακούραστος, τολμηρός και μαχητικός, ο καλλιτέχνης που κατάφερε, μεταξύ άλλων, με κάρβουνα και παλιά πανωφόρια, με ζωντανά άλογα και σφαχτάρια βοδιών να σφραγίσει τη σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα και να αναδειχθεί σε έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους της arte povera –της τέχνης που έχει ως πρώτη ύλη της ταπεινά υλικά και ξεφεύγει από το τελάρο για να απλωθεί στον χώρο -, πέθανε χθες στην Ιταλία σε ηλικία 80 ετών.

«Θέλω να βγω από το κάδρο. Δεν θέλω να χωράω σε πλαίσια», συνήθιζε να λέει κάθε φορά ο Γιάννης Κουνέλλης, όταν του ζητούσε κάποιος να εξηγήσει τη δουλειά του. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο δημιουργόςπου κατάφερε να κατακτήσει τη διεθνή εικαστική σκηνή –από την Αμερική ώς την Κίνα –στην Ελλάδα απορρίφθηκε τρεις φορές κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

Γεννημένος στις 23 Μαρτίου του 1936 στην Καστέλλα του Πειραιά, αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα, σε ηλικία σε μόλις 20 ετών και ήδη παντρεμένος, για να κυνηγήσει το όνειρό του στην Ιταλία, καθώς ήδη από τα 13 του ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του και σε αυτό αφιέρωνε όλη του την ενέργεια: τη ζωγραφική.

Η Ιταλία θα απορροφήσει τον νεαρό καλλιτέχνη, που θα σταματήσει να μιλάει ελληνικά –σε βαθμό που αργότερα δυσκολευόταν να μιλήσει τη μητρική του –και θα επιστρέψει στα πάτρια αφού θα έχουν περάσει τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Στο μεταξύ τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή του στη Ρώμη θα τολμήσει όχι απλώς να μπει δυναμικά στα εικαστικά δρώμενα, αλλά θα συστηθεί και με το προσωπικό του αλφάβητο, καθώς ο τίτλος της πρώτης του έκθεσης αποτελούνταν από μια σειρά ασπρόμαυρους πίνακες με γράμματα, αριθμούς και τόξα, το μέγεθος των οποίων ήταν ανάλογο με το μέγεθος των τοίχων του σπιτιού του κι έφερε τον τίτλο «Η Αλφάβητος του Κουνέλλη».

Γρήγορα όμως το τελάρο θα αποτελέσει παρελθόν στη δουλειά του και θα θελήσει να αναπτύξει τα έργα του στην τρίτη διάσταση, ενώ θα προσθέσει στο λεξιλόγιό του το σίδερο, το ξύλο, το βαμβάκι, το κάρβουνο, σακιά και χώμα, δημιουργώντας ουσιαστικά μια σειρά γλυπτών. Η συμμετοχή του το 1967 σε μια ομαδική έκθεση που φέρει τον τίτλο «Arte povera» (φτωχή τέχνη) γίνεται η αφορμή για την καθιέρωση του όρου για τα έργα που είχαν ως βάση τους τα ευτελή υλικά και ο Γιάννης Κουνέλλης αναδεικνύεται σε έναν από τους πρωτεργάτες της.

Σπάει τις εικαστικές φόρμες, επικεντρώνεται στο να εκφράσει τον προβληματισμό του απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα και επιστρατεύει τη θεατρικότητα για να αναδείξει τη σχέση της τέχνης με τη ζωή, καλώντας και τον ίδιο τον θεατή να αναλάβει δράση με αποκορύφωμα την έκθεσή του στη Ρώμη το 1969, όταν μέσα στην γκαλερί Λ’ Ατικο είχε δέσει 12 ζωντανά άλογα. Εργο που επανέλαβε κατά τη συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Βενετίας επτά χρόνια αργότερα, στη δεύτερη από τις συνολικά επτά συμμετοχές του στη μεγαλύτερη παγκοσμίως εικαστική διοργάνωση, με πιο πρόσφατη εκείνη του 2015.

Στη διαδρομή του θα κατακτήσει όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και την Αμερική, ενώ στην Ελλάδα θα εκθέσει τη δουλειά του για πρώτη φορά 21 χρόνια μετά τον ξενιτεμό του, στην γκαλερί Μπερνιέ κι ενώ είχε πολιτογραφηθεί Ιταλός, αν και εκείνος προτιμούσε να συστήνεται ως «Ευρωπαίος που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και είναι ιταλός υπήκοος».

Το ευρύ ελληνικό κοινό θα γνωρίσει ωστόσο σε βάθος «τον οπτικό φιλόσοφο που χτίζει μία νέα αλφάβητο ετερόκλητων υλικών» το 1994 όταν θα παρουσιάσει την αφρόκρεμα των έργων του των τελευταίων 30 χρόνων στο αμπάρι του φορτηγού πλοίου «Ιόνιον», στη γενέθλια πόλη του Πειραιά. Εν συνεχεία περισσότερο εξοικειωμένο με τα έργα του θα σπεύσει να δει την εμβληματική εγκατάσταση με τους τεράστιους σιδερένιους σταυρούς την οποία δημιούργησε για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2004) και θα γεμίσει ασφυκτικά το θέατρο Αττις όταν έναν χρόνο αργότερα θα κρεμάσει σφάγια βοδιών από τσιγκέλια πάνω στη σκηνή. Κι αν αυτή η εγκατάσταση – παρέμβαση είχε και πολιτική διάσταση καθώς παρουσιάστηκε την πρώτη μεταολυμπιακή χρονιά, δεν ήταν τυχαίο ότι έγινε σε έναν θεατρικό χώρο. Η σχέση του με το θέατρο είχε ήδη αρχίσει από το 1968 και οι συνεργασίες του με μεγάλα ονόματα του χώρου –ανάμεσά τους οι Χάινερ Μίλερ, Ταντάσι Σουζούκι και ο στενός του φίλος Θόδωρος Τερζόπουλος –έχουν γράψει ιστορία. Για τον τρίγλωσσο «Προμηθέα δεσμώτη» του Τερζόπουλου μάλιστα ο Κουνέλλης δημιούργησε το εντυπωσιακό σκηνικό με τις 1.000 και πλέον πέτρες δεμένες μεταξύ τους και κρεμασμένες από το κουφάρι του παλιού ελαιουργείου της Ελευσίνας.