Ο ζωγράφος το έργο του οποίου αναγνωρίζουν με την πρώτη ματιά οι περισσότεροι Ελληνες (σύμφωνα με στοιχεία παλαιότερων δημοσκοπήσεων), ο καλλιτέχνης με τη διεισδυτική ματιά και την παρεμβατική σκέψη την οποία διατύπωνε άλλοτε στον καμβά και άλλοτε στο χαρτί και ο δάσκαλος που άφησε το αποτύπωμά του στη νέα γενιά εικαστικών κι έφτασε ώς τα έδρανα της Ακαδημίας Αθηνών άφησε την τελευταία του πνοή χθες το βράδυ σε ηλικία 83 ετών. Ο Δημήτρης Μυταράς εδώ και δύο χρόνια είχε αποσυρθεί στο σπίτι του λόγω άνοιας, η οποία ήρθε να προστεθεί στην ήδη επιβαρημένη κατάσταση της ψυχικής του υγείας, συνέπεια της απώλειας όρασης που αντιμετώπιζε την τελευταία δεκαετία.

Ευρηματικός αφηγητής εξπρεσιονιστικών εικόνων, ποιητής και μαχόμενος πολίτης, στον μισό και πλέον αιώνα της διαδρομής του στον εικαστικό χώρο, δημιούργησε ένα μνημειακό σύνολο έργων με τη σφραγίδα του διεισδυτικού βλέμματός του που συνένωνε την κοινωνική πραγματικότητα με έναν κόσμο φανταστικό. «Ζωγράφιζα και ζωγραφίζω όπως περπατάω, όπως αναπνέω. Ο,τι ήρθε, ήρθε από μόνο του. Η πιο μεγάλη φιλοδοξία είναι να κάνεις κάτι ενδιαφέρον. Εκείνο που διδάχθηκα είναι ότι η ζωή και η ζωγραφική είναι το ίδιο» έλεγε όταν τον ρωτούσαν γιατί τα έργα του ήταν τόσο δημοφιλή κι αναγνωρίσιμα ακόμη και στο μη μυημένο στην τέχνη κοινό, γεγονός που τον κατέτασσε ανάμεσα στους πιο ακριβούς σύγχρονους έλληνες εικαστικούς.

Γεννημένος το 1934, ο Δημήτρης Μυταράς μαθήτευσε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (από το 1953 έως το 1957) δίπλα στον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Το ανήσυχο πνεύμα του και μια υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών οδήγησαν τα βήματά του στο Παρίσι, επίκεντρο της τέχνης στη δεκαετία του 1960. Εκεί θα μυηθεί στη σκηνογραφία και την εσωτερική διακόσμηση, στοιχεία που θα αξιοποιήσει στο μέλλον όταν θα φιλοτεχνήσει το 1968 τις τοιχογραφίες του ξενοδοχείου Astir Palace της Βουλιαγμένης και τα σκηνικά για δεκάδες θεατρικές παραστάσεις, βασισμένες σε έργα των Αριστοφάνη, Χορτάτζη, Κορνάρου, Τσέχοφ, Πιραντέλο κ.ά.

Στο σύμπαν των εικαστικών εισβάλλει δυναμικά το 1958 όταν ταυτόχρονα συμμετέχει στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και την Πανελλαδική Νέων της γκαλερί Ζυγός, όπου αποσπά το πρώτο βραβείο, ενώ από το 1960 εικονογραφεί τους «Θεατρίνους» του Πάουλ Ερνστ που δημοσίευσε ο παλιός «Ταχυδρόμος».

Η δεκαετία που σφραγίζει την πορεία του είναι σίγουρα εκείνη του 1970. Δεν είναι μόνον η συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1972 ούτε η εκλογή του ως καθηγητή στην ΑΣΚΤ το 1975 κι αργότερα ως πρύτανη. Είναι και οι εκθέσεις του «Νεοκλασικά με τις σύγχρονες φιγούρες» και «Επιτύμβια» το 1970 και 1975 αντιστοίχως, που εκφράζουν τον προβληματισμό του πάνω στη σχέση της αρχαίας κληρονομιάς και της σύγχρονης πραγματικότητας, ενώ οι τόνοι του γκρι που χρησιμοποιεί αποδίδουν με σαφήνεια το βαρύ κλίμα της δικτατορίας.

Το δυναμικό του αποτύπωμα στα εικαστικά δρώμενα εξακολουθούσε ώς τις πλέον πρόσφατες πινελιές του να εκφράζει τους προβληματισμούς του πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα που αλλάζει διαρκώς. Το σχόλιό του για όσα συμβαίνουν γύρω μας δεν το απέδιδε μόνο στον καμβά του με το επιθετικό χρώμα ή το λιτό σχέδιο που χαρακτηριζόταν από την οξύτητα και τις γρήγορες κινήσεις (στοιχεία μιας χαρακτηριστικής βίαιης εξπρεσιονιστικής και ελλειπτικής γραφής), αλλά και μέσω του γραπτού και προφορικού του λόγου, που συχνά ήταν κριτικός και καυστικός.

Προσηλωμένος στον άνθρωπο και στη φύση,μαγεμένος απότην ταχύτητα την οποία αιχμαλώτιζε στα έργα του με αυτοκινητοδρόμους και μοτοσικλετιστές, παθιασμένος συλλέκτης κοχυλιών, λάτρης των πορτρέτων –αν και δεν έφτιαξε ούτε μία αυτοπροσωπογραφία του -, σαρκαστικός και απαιτητικός. Ανάμεσα στις τελευταίες δουλειές του που ξεχώρισε ήταν η αγιογράφηση –μόνο με μορφές που ίπτανται –μιας μικρής εκκλησίας στην Παλαιά Φώκαια, της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας. Από εκεί προήλθαν τα έργα που παρουσίασε σε μία από τις τελευταίες του εκθέσεις στο Ιδρυμα Θεοχαράκη το 2008. Την ίδια χρονιά εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Λόγω όμως της απώλειας της όρασής του, δεν μπορούσε να παραστεί στις συνεδριάσεις, με αποτέλεσμα να επέλθει ρήξη με το ίδρυμα. «Σημασία δεν έχει να σε θυμούνται όταν πεθάνεις. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Προτιμώ να είμαι άνθρωπος παρά να γίνω άγαλμα» έλεγε τότε σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ».