Πριν από όλα, δύο φίλοι: αμφότεροι είναι μεν αυστροεβραϊκής καταγωγής και συγγραφείς στο επάγγελμα, δένονται όμως και από μια φιλία και ένα λογοτεχνικό πάρε-δώσε, γεμάτα ιδιαιτερότητες. Τη μια ο ένας φτάνει μπροστά στην πόρτα του άλλου, σκοπεύοντας επιτέλους να τον γνωρίσει, δειλιάζοντας όμως την τελευταία στιγμή, ενώ την άλλη, σε κάποιο γαλλικό θέρετρο, γράφουν παρέα μέχρι αργά, ανταλλάσσοντας διορθώσεις και προσθήκες. Οι διαφορές τους αντανακλώνται και στην εξωτερική τους εμφάνιση, ειδικά τη μέρα που μπαίνουν στο καφέ μιας βελγικής παραθαλάσσιας πόλης: «Ο ένας φοράει ανοιχτόχρωμο κοστούμι, γιλέκο και γραβάτα, έχει περιποιημένο μουστάκι, πυκνά μαλλιά, σκούρα ζωηρά μάτια, το παράστημα, η περπατησιά του δείχνουν άνθρωπο σίγουρο για τον εαυτό του, άνθρωπο του κόσμου, σαν κομψή νυφίτσα που έχει βάλει τα καλά της. Πίσω του ακολουθεί ένας κύριος πιο κοντός, σκυφτός λιγάκι, με σκούρο κοστούμι, στενό στρατιωτικό παντελόνι, με την κοιλίτσα του να προεξέχει πάνω από τη ζώνη του, ριγέ παπιγιόν, τα μαλλιά του κρύβουν το μέτωπο, πέφτουν στα μάτια του, το ξανθό μουστάκι του κρέμεται πυκνό πάνω από τα χείλια του, το βήμα του δεν είναι σταθερό. Μοιάζει λιγάκι με λυπημένη φώκια που βγήκε στη στεριά κι έχασε τον δρόμο της».
Το αντάμωμα
Δεν είναι άλλοι από τον Στέφαν Τσβάιχ και τον Γιόζεφ Ροτ. Εκτός από εκείνες τις συναντήσεις τους σε Βιέννη και Αντίμπ, θα ανταμώσουν και στην Οστάνδη το καλοκαίρι του 1936, όταν το βελγικό θέρετρο υποδεχόταν εξόριστους καλλιτέχνες και διανοουμένους, άλλους σαστισμένους και άλλους πεισμωμένους, κυρίως όμως μετέωρους μπροστά στην επέλαση του ναζισμού και του πολέμου. Ο Τσβάιχ έχει και τα δικά του: ο γερμανός εκδότης του τον έχει απορρίψει, ο γάμος του μετράει αντίστροφα, ενώ το σπίτι του στην Αυστρία φαίνεται τουλάχιστον ανοίκειο. Μαζί με την ερωμένη του Λότε Αλτμαν αναζητά καταφύγιο σε μια πόλη με πλατιά βουλεβάρτα και ομπρελίτσες για τον ήλιο. Ο Ροτ από την άλλη, στους ίδιους δρόμους σπαταλάει προκαταβολές μυθιστορημάτων, πίνει ή ερωτεύεται μια ομότεχνη ονόματι Ιρμγκαρντ Κόιν, που αφού κινήθηκε δικαστικά εναντίον των Ναζί για την απαγόρευση των βιβλίων της (και προφανώς έχασε), ήρθε στην Οστάνδη γεμάτη ενθουσιασμό για τον κόσμο της εξορίας. Που φυσικά δεν τον λες και αδιάφορο: εδώ βρίσκεται ο θεατρικός συγγραφέας Ερνστ Τόλερ, αλλοτινός πρόεδρος της βραχύβιας Βαυαρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, ή ο Τσέχος Εγκον Ερβιν Κις, ο κομμουνιστής δημοσιογράφος. Εδώ και ο Αρθουρ Κέστλερ, που αργότερα θα έγραφε το «Μηδέν και το άπειρο», ή ο Χέρμαν Κέστεν, εξίσου κυνηγημένος για την εβραϊκή του καταγωγή.
Οι αντιθέσεις
Με δυο λέξεις, το «Οστάνδη 1936» του Φόλκερ Βάιντερμαν, συντάκτη της «Fraknfurter Allgemeine Zeitung» και κριτικού λογοτεχνίας του «Spiegel», είναι μια «λογοτεχνική βιογραφία». Με άξονα τον δεσμό αλλά και τις αντιθέσεις μεταξύ των ταλαιπωρημένων για διαφορετικούς λόγους Τσβάιχ και Ροτ («δύο άντρες που πέφτουν και οι δύο, αλλά κρατούν τα χέρια τους για καιρό»), ανατρέχοντας σε ημερολόγια, επιστολές ή αυτοβιογραφίες, ο Βάιντερμαν καταγράφει την προσπάθειά τους να μη βυθιστούν στην απελπισία αλλά ούτε και στην άρνηση για όσα έρχονται. Επιστρατεύουν όσα έχουν πιο εύκαιρα ως διανοούμενοι, καλλιτέχνες ή άνθρωποι: τη δημιουργία και την άμιλλα, τους έρωτες και τους καβγάδες, τις επιδείξεις πνεύματος ή κάλλους. Επιτυγχάνουν μια εύθραυστη ευδαιμονία λίγο πριν κοιτάξουν κατάματα έναν κόσμο που τυλίγεται στις φλόγες. Με τέτοιο υλικό, διαρθρωμένο σε προσεκτικά επιλεγμένες βινιέτες, το ύφος του Βάιντερμαν είναι δικαιολογημένα ελεγειακό και ατμοσφαιρικό.
Τίτλοι τέλους
Επειδή όμως μιλάμε για μια πόλη με βουλεβάρτα και ομπρελίτσες, ίσως πλάι στην πικρία για το αναπόφευκτο να βαδίζει και μια ελαφρώς ακατανόητη ανεμελιά. Σύμφωνοι, ο Γιόζεφ Ροτ ίσως αποτυπώνει στη συμπεριφορά του προς τους εταίρους του την πορεία του πληγωμένου, αλλά περήφανου ευρωπαϊκού πολιτισμού: αντίθετα με τον ήδη διάσημο, καλοστεκούμενο και οικονομικά επικουρικό Τσβάιχ, εκείνος, πότης σκληρός και άφραγκος, συγγραφέας μυθιστορημάτων όπως το «Εμβατήριο Ραντέτσκι», ικανών να του αποφέρουν δόξα μόνο σε έναν ισορροπημένο κόσμο, γνωρίζει πως οι συναλλαγές με έναν φίλο δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και λογοτεχνικές. Πέραν τούτου, όμως, η βελγική πόλη, με τα θαυμάσια άσπρα κτίρια και τις πολύχρωμες ξύλινες καμπίνες, μοιάζει σαν ένα μέρος όπου τίποτα κακό δεν μπορεί να συμβεί. Στις τελευταίες σελίδες, η συνοπτική παράθεση των τραγικών επιλόγων των ηρώων θυμίζει την αντίστοιχη αφηγηματική τεχνική στους τίτλους τέλους μιας εμπορικής ταινίας.
Εκτός κι αν στόχος είναι το κοντράστ μεταξύ κάθε πολέμου και ειρήνης, μεταξύ κάθε φρίκης και ανάπαυλας. Ίσως αυτό υπογραμμίζει ο Βάιντερμαν όταν μνημονεύει την παρομοίως ειδυλλιακή Οστάνδη, που προηγήθηκε του αναλόγως τρομερού 1914, τότε που «όλοι κλήθηκαν να εκσφενδονίσουν το μικροσκοπικό τους εγώ σε εκείνη την πύρινη μάζα για να το εξαγνίσουν από κάθε εγωισμό. Ολες οι διακρίσεις, των κοινωνικών τάξεων, των γλωσσών, των ιεραρχιών, των θρησκειών, έσβησαν και χάθηκαν εκείνη τη στιγμή της κατακλυσμιαίας αίσθησης αδελφοσύνης. Ξένοι μιλούσαν με ξένους στον δρόμο, άνθρωποι που χρόνια απέφευγαν ο ένας τον άλλον έσφιγγαν τώρα τα χέρια, παντού γύρω σου έβλεπες πρόσωπα όλο ζωντάνια. Και ο καθένας βίωνε μια εξύψωση του εγώ του, έπαυε να είναι ο απομονωμένος άνθρωπος του χθες, ήταν πια μέρος μιας μάζας, ήταν ένας από τον λαό, ήταν λαός, και το πρόσωπό του, το μέχρι πριν λίγο ασήμαντο πρόσωπό του, είχε αποκτήσει ξαφνικά σημασία και νόημα».
Ιστορικές ειρωνείες
«Μια Γερμανία εκστασιάζεται με εμβατήρια»
Σύμφωνα με τον ισραηλινό συγγραφέα Αμος Ελον και το βιβλίο του «The pity of it all: A history of the Jews in Germany, 1743-1933», μία από τις τραγικότερες ειρωνείες στην Ιστορία ήταν η αγάπη των Εβραίων για την προχιτλερική Γερμανία: οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι κυρίως φοβούνταν, φθονούσαν και χλεύαζαν τον λαό της, τη στιγμή που οι Εβραίοι προσπαθούσαν να αφομοιωθούν. Ισως εκεί οφείλεται και η επιθυμία του γερμανοεβραίου συγγραφέα Χέρμαν Κέστεν, εξόριστου στην Οστάνδη το 1936, να πληροφορηθεί για την κατάσταση στη Γερμανία και τις διαθέσεις των σωφρόνων ανθρώπων, από την άρτι αφιχθείσα Ιρμγκαρντ Κόιν. Εκείνη όμως «του μιλάει για μια Γερμανία όπου έμποροι αποικιακών και χήρες λοχαγών εφαρμόζουν μια μπασταρδεμένη εκδοχή της φιλοσοφίας του Νίτσε. Μια Γερμανία που τραγουδάει χωρίς χαρά πρόστυχα τραγούδια και ακούει απειλητικές επιθετικές ραδιοφωνικές εκπομπές. Μια Γερμανία που εκστασιάζεται με εμβατήρια, μέρες αφιερωμένες στο κόμμα, ζητωκραυγές και μαζικές γιορτές. Μια Γερμανία γεμάτη μικροαστούς μεθυσμένους. Μεθυσμένους, επειδή έτσι πρέπει –επειδή τους έχουν πείσει πως η τρέλα είναι λογική. Μεθυσμένους, επειδή μπορούν να υπακούουν και να φοβούνται. Μεθυσμένους, επειδή έδωσαν εξουσία στα χέρια τους».
Volker Weidermann
Οστάνδη 1936
Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ: Το καλοκαίρι πριν από το σκότος
Μτφ. Μαρία Αγγελίδου,
εκδ. Αγρα, 2016,
σελ. 208
Τιμή: 15 ευρώ