Επτά παρά τέταρτο. Ο ύπνος διακόπτεται από τον διακεκομμένο και εκνευριστικό ήχο του ξυπνητηριού. Ανοίγω το μάτι. Μόλις τέσσερις ώρες ύπνος. Ο μικρός βγάζει δοντάκι και τελευταία ξενυχτάμε μαζί του. Σηκώνομαι, ρίχνω νερό στο πρόσωπο. Με μηχανικές κινήσεις φοράω ρολόι, παλμογράφο, ρούχα. Παίρνω τα παπούτσια στο χέρι και βγαίνω αθόρυβα από το σπίτι. Ακόμη δεν έχει ξημερώσει όταν καταβαίνω στον δρόμο. Πιάνω δορυφόρο και πατώ το «start» του ρολογιού. Ξεκινάω να τρέχω.

Οι παλμοί αρχίζουν να ανεβαίνουν, το ίδιο και η διάθεσή μου. Οι ελάχιστοι διαβάτες στα Πετράλωνα με κοιτάνε έκπληκτοι. «Πού πάει αυτός με το σορτσάκι πρωί πρωί;» θ’ αναρωτιούνται σίγουρα. Ανεβαίνω τον ποδηλατοδρόμο, αφήνω πίσω μου το Γκάζι και το Θησείο και βάζω πλώρη για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Αρχίζει να φέγγει και εγώ τρέχω. Μόνος, με το μυαλό να καθαρίζει από σκέψεις και έγνοιες. Η πόλη ξυπνάει σιγά σιγά κι εγώ κατευθύνομαι από τον Περιφερειακό προς την Πλάκα, τη γειτονιά των θεών. Η Ακρόπολη ψηλά, επιβλητική. Αγαπημένα μέρη. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ έκανα τα πρώτα μου βήματα, εδώ πήγα σχολείο, εδώ ξεκίνησα το τρέξιμο μετά την εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη το 2007, εδώ έκανα τις προετοιμασίες για τους Μαραθωνίους. Ελεύθερα τρεξίματα στον ποδηλατοδρόμο, διαλειμματικές και τεμπάκια στα πλακόστρωτα της Πλάκας και στα χωμάτινα μονοπάτια του Φιλοπάππου.

Κατηφορίζοντας μπροστά από το Μουσείο Ακρόπολης, συναντώ δύο δρομείς ν’ ανηφορίζουν. Σηκώνω το χέρι, καλημεριζόμαστε. «Καλό δρόμο». Πολλοί οι φίλοι που έκανα τρέχοντας. Ανθρωποι με διαφορετικά ενδιαφέροντα και δουλειές, από διαφορετικές γωνιές της πόλης, της χώρας. Αλλά και κάτι κοινό: το τρέξιμο. Ανυπομονώ κάθε φορά να τους συναντήσω, να φάμε, να πιούμε, να τρέξουμε σε κάποιον αγώνα, να μιλήσουμε για ό,τι μας αφορά.

Στην οδό Τριπόδων πέφτω πάνω σε ένα γκρουπ τουριστών –πού πάνε αυτοί πρωί πρωί, αναρωτιέμαι τώρα εγώ. Κάνω ζιγκ-ζαγκ και τους προσπερνώ. Στρίβω προς τους Αέρηδες και παίρνω την κατηφόρα προς Μοναστηράκι. Η αγορά δεν έχει ανοίξει ακόμη. Η ερημιά και τα κατεβασμένα ρολά από τα μαγαζιά συνθέτουν ένα σκηνικό βγαλμένο από ταινία του Αγγελόπουλου. Βγαίνω προς τον πεζόδρομο της Ερμού για να επιστρέψω στα Πετράλωνα. Το αεράκι που χτυπάει το πρόσωπο παίρνει από πάνω μου όλη την κούραση και ένα τεράστιο χαμόγελο πλέον διαγράφεται στο πρόσωπό μου. Φορτσάρω στα τελευταία μέτρα. Μια παρέα παιδιά σέρνονται βαριεστημένα για το σχολείο και εγώ πατάω «stop» στο ρόλοι και τελειώνω, ικανοποιημένος, την προπόνηση.

Περπατάω πλέον προς το σπίτι, ιδρωμένος μα ξεκούραστος. Ανακουφισμένος ψυχικά. Ετρεξα και σήμερα. Και σήμερα είμαι καλά. Μπαίνω στο σπίτι όπως έφυγα, αθόρυβα. Ο μικρός και η Νίκη κοιμούνται. Ακόμη. Διατάσεις, ντους και έτοιμος για τη δουλειά. Το κατευόδιό μου αυτή τη φορά τούς βρίσκει ξύπνιους. Οσο έτρεξα μόνος, χωρίς έγνοιες, έτρεξα. Πλέον, αρχίζουν τα άλλα, τα καθημερινά «τρεχάματα». Αύριο πάλι. Ενα τέταρτο πριν από τις 7, γύρω από την Ακρόπολη.

Ο Πάνος Γκοτσίδης είναι 42 ετών, μαραθωνοδρόμος. Δεν τρέχει για να κάνει… παγκόσμιο ρεκόρ, αλλά για να μπορεί να αντιμετωπίζει τη ζωή και τις αναποδιές της πάντα χαμογελαστός.