(Ασχετο με ΔΟΛ, Γκούτσι και Μοσχοβισί, δεν θα με τρελάνουν αυτοί εμένα αγάπη μου. Εδώ ο κόσμος καίγεται –θα γράψω για την Αγκaθα Κρίστι. Να μάθει αυτή.)
Την είχα ξεχάσει την φίλη μου την Αγκαθα. Την σύντροφο της εφηβικής μου ραστώνης στο κίτρινο βιβλιαράκι τσέπης. Εκδόσεις Λυχνάρι. Παραδοσιακά εξώφυλλα. Τίτλος με τις λέξεις «φόνος, δολοφόνος, έγκλημα». Το σκίτσο της ξανθιάς έντρομης κοπέλας. Το πιστόλι, το μαχαίρι, οι σταγόνες αίματος. Και το ταξίδι ξεκινούσε.
Κλασικό θερινό ανάγνωσμα, το αστυνομικό της κομψής Αγκαθα. Δεν εστίαζε στην φρίκη, δεν καταδεχόταν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Οι φόνοι της ήταν πάντα συμβατοί με το savoir vivre.
Παραδοσιακή Αγγλίδα, ξεδίπλωνε την ιστορία της με την ιεροτελεστία που οι Αγγλοι σερβίρουν τσάι με σάντουιτς αγγουριού. Μόνο που εκείνη, με τις ίδιες αβρές κινήσεις, αντί για αγγούρι, έβαζε στρυχνίνη.
Δεν ξέρω γιατί οι περισσότεροι από μας έχουν ταυτίσει την Αγκαθα Κρίστι με τις υψηλές θερμοκρασίες του Αυγούστου.
Αναζητώντας τον χαμένο φόνο στη διπλανή ξαπλώστρα, ο Ηρακλής Πουαρό έστριβε το τσιγκελωτό μουστάκι του. Παραδίπλα, η μις Μαρπλ έπλεκε ένα κασκόλ για τον Ρέιμοντ αγαπημένο της ανιψιό, τον Ρέιμοντ Γουέστ. Πριν τελειώσει το κασκόλ, ο δολοφόνος θα έχει βρεθεί. Ο κύριος Πουαρό και η δεσποινίς Μαρπλ θα έχουν φροντίσει γι’ αυτό.
Κι εγώ θα μένω πάντα άναυδη. Μα να μην πάει ποτέ το μυαλό μου. Ενώ η μητέρα μου τον έβρισκε πάντα στις 10 πρώτες σελίδες: Ναι, όντως, ο δολοφόνος είναι ο γιατρός. Ή ο μπάτλερ. Ή η ενζενί που δεν γερνάει ποτέ.
Θα μου πεις «παραφιλολογία του κερατά». Ναι, αν δεχτούμε ότι στην ίδια κατηγορία ανήκουν μορφές όπως ο Ντάσιελ Χάμετ και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ –διαβάστε το εκπληκτικό «εγχειρίδιο» του Τσάντλερ «Η Τέχνη του φόνου».
Τα βιβλία της Αγκαθα Κρίστι έρχονται δεύτερα σε πωλήσεις μετά τη Βίβλο. Οταν η συγγραφή γίνεται και βιοπορισμός, λογικό κάποιος να γράφει και μέτρια ή κακά μυθιστορήματα. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, τα βιβλία της ήταν κυριολεκτικά γραμμένα στο πόδι. Με καπιτάλε απογοήτευση την «Αυλαία» που σηματοδοτούσε το τέλος του Ηρακλή Πουαρό και του πιστού του συντρόφου Αρθουρ Χέιστινγκς.
Ομως υπάρχουν και εξαιρετικά μυθιστορήματα. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και για μια ολόκληρη εικοσαετία. Με κορυφαία τα βιβλία «Οι δέκα μικροί νέγροι», «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές», «Μάρτυρας Κατηγορίας» –άντε και η «Ποντικοπαγίδα»!
Στην Αγκαθα (και τον Λόρενς Ντάρελ, να ‘μαστε και δίκαιοι) χρωστάω τα πρώτα μου ταξίδια στην Αίγυπτο. Ταξίδια του νου, χωρίς αλέ ρετούρ, χωρίς «οργάνωση» και πακέτα προσφορών…
Ολοι μας σε κάποια γωνιά της σκοτεινής αποθήκης θα βρούμε ένα ξεχασμένο κίτρινο βιβλίο τσέπης. Το θύμα βρέθηκε μαχαιρωμένο στη βιβλιοθήκη του αγγλικού πύργου. Οι ένοχοι πολλοί. Ο δολοφόνος βρέθηκε και τιμωρήθηκε. Οι υπόλοιποι ζήσαν αυτοί καλά… Ζήσαν; Ζουν; Τρέχα γύρευε…
120 χρόνια από τη γέννησή της… Εζησε; Ζει; Τρέχα γύρευε! Για τον συγγραφέα ο θάνατος είναι ο βιολογικός; Ή πεθαίνει όταν κανένας δεν τον διαβάζει πια; Και οι ιδιοφυείς εκπρόσωποι της παραφιλολογίας; Είναι πιο θνησιγενείς από τους «μεγάλους»; Ακόμα κι αν τους κουβαλάμε μέσα μας; Ακόμα κι αν τους «φέρουμε ως ταπεινόν σαρκίον» της μνήμης;
Κι αναρωτιέσαι, τελικά πότε πεθαίνει ένας συγγραφέας. Και ποιος είναι δολοφόνος του.
Συνεχίστε την αξιολόγηση, μην ενοχλείστε. Εγώ να εδώ, τσιμπολογάω ένα σάντουιτς με στρυχνίνη.