Στην πρόσφατη έκθεσή του στο πλαίσιο της αξιολόγησης βάσει του άρθρου IV για την Ελλάδα, το ΔΝΤ επισημαίνει την επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, η οποία περιορίζεται σε αποσπασματικές και χωρίς συνέχεια ενέργειες. Το Ταμείο (που, παρά τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα του, δεν διστάζει να διατυπώνει πολιτικές απόψεις) αποδίδει τη «μεταρρυθμιστική κόπωση» (reform fatigue) στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να εξασφαλίσει την υποστήριξη ενός κατακερματισμένου κοινωνικού σώματος που αντιδρά στην άνιση κατανομή των βαρών της προσαρμογής. Πραγματικά και με βάση την πλούσια διεθνή εμπειρία, στην περίπτωση της Ελλάδας απουσιάζουν οι βασικές προϋποθέσεις επιτυχούς εφαρμογής μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων:
Πρώτον, η κυβέρνηση ποτέ δεν ενστερνίστηκε την αναγκαιότητα αλλαγών στο κυρίαρχο στρεβλό οικονομικό μοντέλο και ακόμη περισσότερο δεν διεκδίκησε την «ιδιοκτησία» των προωθούμενων, από το πρόγραμμα προσαρμογής μεταρρυθμίσεων. Ακόμη και σήμερα, ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού και το σύνολο του κυβερνητικού συνασπισμού, θεωρεί πως τα Μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι το αντίστροφο. Είναι λοιπόν αναγκαία η διατύπωση ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, προσαρμοσμένου στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, το οποίο θα έχει τη στήριξη μιας κρίσιμης πολιτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας.
Δεύτερον, μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος δεν αντιλαμβάνεται τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων καθώς μέχρι σήμερα καμιά πολιτική δύναμη δεν ανέλαβε να τα επικοινωνήσει. Στο βαθμό μάλιστα που η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων συνδυάστηκε με εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή σε συνθήκες ύφεσης και με το αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας να αδυνατεί να προφυλάξει τις περισσότερο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, οι μεταρρυθμίσεις ταυτίστηκαν με τα μέτρα λιτότητας.
Τρίτον, ο δίκαιος επιμερισμός των μεταρρυθμιστικών βαρών ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες ευνοεί την κοινωνική στήριξή τους. Δυστυχώς, η ανισοβαρής εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής και η συνακόλουθη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και η ανάδειξη νέων, ερμηνεύτηκε ως αναπόδραστη συνέπειά τους, γεγονός που υπονόμευσε την αποδοχή τους. Το κόστος της προσαρμογής μπορεί να μετριαστεί σημαντικά με μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα (διεύρυνση φορολογικής βάσης, περιορισμός φοροδιαφυγής) και την στοχευμένη ανακατανομή των δημόσιων δαπανών.
Σε αυτό το ολοφάνερα εχθρικό προς τις μεταρρυθμίσεις περιβάλλον, είναι επιτακτική ανάγκη η διαμόρφωση μίας νέας πολιτικής ισορροπίας που θα κινητοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και θα ανατρέψει τα εμπόδια που κρατούν καθηλωμένη την οικονομία και την κοινωνία σε μια φθίνουσα στασιμότητα. Και αντίθετα με την (στρατηγική;) κωλυσιεργία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ σε κάθε πεδίο, χρόνος δεν περισσεύει.
*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα; Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων» (εκδόσεις Επίκεντρο).