H κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου έπεσε στο κενό της χρονοκαθυστέρησης όταν απέτυχε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η χώρα οδεύει ολοταχώς προς τη χρεοκοπία. Η κυβέρνηση Παπαδήμου βυθίστηκε σε κενό πολιτικής στήριξης, ενώ η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ έπεσε στο δημοσιονομικό κενό του 2015 και των επόμενων ετών. Η αλήθεια είναι ότι και η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έκανε βουτιά στο κενό της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη, αλλά τελικά –και αφού υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο –στάθηκε όρθια στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Ενα μεγάλο κενό απειλεί τώρα και τη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Είναι το κενό ανταγωνιστικότητας της χώρας, που εκ των πραγμάτων θέτει σε κίνδυνο την παραμονή της στην ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια. Ενα είναι φανερό τις τελευταίες μέρες. Οτι, παρά τις επιμέρους μεγάλες διαφωνίες τους για το ύψος των μέτρων και για την αναγκαιότητα άμεσης μείωσης του χρέους, το ΔΝΤ και οι ευρωπαίοι δανειστές (στο σύνολό τους) συμφωνούν ότι το μείζον στο ελληνικό πρόβλημα είναι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της χώρας, το οποίο απαιτεί μεταρρυθμίσεις, τώρα, σε φορολογία και συντάξεις. Και δεν είναι ουδόλως τυχαίο που ζητούν, αδιαπραγμάτευτα και οι δύο, την ψήφιση των μέτρων τώρα, ανεξάρτητα αν εφαρμοστούν αργότερα, προκειμένου να δεσμεύσουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα για τα επόμενα χρόνια και να αποφύγουν νέες περιπέτειες με ατέρμονες διαπραγματεύσεις όπως η σημερινή στις επόμενες αξιολογήσεις.
Βεβαίως, η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ «μεταρρύθμισε» το καθεστώς στους φόρους και στις συντάξεις. Μείωσε το αφορολόγητο και αύξησε τους φορολογικούς συντελεστές ακόμη και για μικρομεσαία εισοδήματα βαφτίζοντάς τα υψηλά. Ανέβασε τον ΦΠΑ και επέβαλε σειρά αυξήσεων στους φόρους κατανάλωσης, ενώ αύξησε και τη φορολογία των επιχειρήσεων. Προκειμένου να περάσει τον πήχη της πρώτης αξιολόγησης και να πιάσει τον στόχο για το πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, η σημερινή κυβέρνηση επέλεξε την «εύκολη» οδό της υπερφορολόγησης, η οποία όμως προκάλεσε βλάβες στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Και μπορεί οι δανειστές (ορθώς) σήμερα να ζητούν μειώσεις στη φορολογία, ήταν οι ίδιοι όμως που έκαναν τα «στραβά μάτια» για να περάσει η πολιτική αυτή πέρυσι λίγο πριν από το δημοψήφισμα τoυ Brexit και να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση χωρίς να προκληθούν αναταράξεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Είναι επίσης οι δανειστές που –για τους ίδιους λόγους –άναψαν πράσινο και στον νόμο Κατρούγκαλου που αντιμετώπισε το Ασφαλιστικό ως φορολογικό, με υπέρμετρες αυξήσεις στις εισφορές που όχι μόνο δεν είναι βιώσιμες, αλλά προκαλούν αρνητικό σοκ σε όλη την αγορά.
Υστερα απ’ όλα αυτά το ερώτημα που πλανιέται πλέον στις αναλύσεις του διεθνούς Τύπου για την Ελλάδα δεν είναι αν το χρέος της είναι ή όχι βιώσιμο. Ούτε αν πρέπει να πάρει νέα μέτρα. Η συζήτηση έχει μετατοπισθεί σε ένα ακόμη πιο επικίνδυνο, για τη χώρα μας, ερώτημα: Πόσο μπορεί η Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωζώνη χωρίς πραγματικές μεταρρυθμίσεις;
Σε μια ρευστή περίοδο που από τον γερμανικό παράγοντα ομολογούνται πλέον ανοικτά οι σχεδιασμοί για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και ενώ ο Σόιμπλε μιλά χωρίς περιστροφές για Grexit, θα ήταν τραγικό για τη χώρα να παίξει τον ρόλο του πειραματόζωου και να ρίξει στο κενό τόσες θυσίες των πολιτών της.