Το χειρότερο μαζί μας δεν είναι ότι βαίνουμε πλησίστιοι προς οικονομική χρεοκοπία. Η οποία και απλώς δεν καταγράφεται (ακόμη) ως «πιστωτικό γεγονός». Βιώνεται όμως με βαναυσότητα στη (διάτρητη) εθνική καθημερινότητα. Μαζί, έχουμε χάσει και τους απλούς κώδικες διαλόγου και συνεννοήσεως μεταξύ ημών και ημών. Κατ’ ακρίβεια δεν τους επιθυμούμε. Δεν τους θέλουμε. Ή τουλάχιστον δεν τους χρησιμοποιούμε. Αρκούμενοι στην περιγραφική επισήμανση των κραυγαλέων παθογενειών. Ως εάν οι μεν τις αναπαράγουν για τους δε! Και οι δε για τους άλλους. Χωρίς εν πάση περιπτώσει ν’ αναλαμβάνουμε και τη διαχείρισή τους. Οχι γιατί δεν μπορούμε, αλλά γιατί εξαντλούμεν εαυτούς στην ατέρμονη (και άγονη) αντιμαχία. Με κομματικό πάντα πρόσημο. Και διαπαραταξιακό πάθος. Οπόταν και η απομένουσα (κι εν πολλοίς παραπαίουσα) διαλεκτική αναλώνεται στην επιλίπανση των γεραρών διχαστικών συνδρόμων. Τα οποία είναι και τα μόνα που με βεβαιότητα (και στην πτωχευτική μας κατιούσα) βρίσκονται στην ανιούσα. Ευημερούν. Και ανελίσσονται. Με προδιαγραφές έωλων αντιθέσεων κι εμφυλιοπολεμικών υποτροπών.
Αυτό δεν είναι (στα καθ’ ημάς) καινοφανές. Είναι το ιστορικώς σύνηθες. Αλλ’ αυτό ασφαλώς δεν το καθιστά και αποδεκτό, με την εν πολλοίς αυτάρεσκη απόφανση «εμείς αυτοί (γονιδιακώς) είμαστε». Αντίθετα, παραμένει πάντοτε απαράδεκτο. Ειδικότερα σήμερα. Στο πολύπαθο παρόν. Του οποίου το διακύβευμα συνάπτεται χωρίς υπερβολή προς την ίδια την επιβίωση της χώρας. Η οποία και στην καλύτερη των περιπτώσεων (αν δηλαδή «τη σκαπουλάρει») θα παραμείνει για το προβλεπτό τουλάχιστο μέλλον υποθηκευμένη. Ομηρος του δυσβάστακτου (και κατ’ ακρίβειαν τερατώδους) χρέους. Που μεγεθυνόμενο κατά γεωμετρική περίπου πρόοδο, αποβαίνει (με καθαρά οικονομικούς όρους) μυλόπετρα στον εθνικό τράχηλο. Η πικρή αλήθεια. Χωρίς καλλωπισμούς και παραμύθια. Προπαντός χωρίς αναισθητικό. Εάν δεν θέλουμε δηλαδή να εμπαίζομεν εαυτούς και αλλήλους. Να δούμε –και να πούμε –τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κι άλλωστε αν δεν τη δούμε (και την αισθανθούμε) ως τέτοια, δεν θα συνέλθουμε. Η άλλη εν προκειμένω συνακόλουθη αλήθεια είναι ότι: παρουσιάζουμε ολοένα κι εντονότερα συμπτώματα οιονεί μιθριδατισμού! Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει έως και παθητική συμβίωση με τις αποσυνθετικές διαδικασίες που διαβρώνουν τον κοινωνικό μας οργανισμό. Επενεργώντας ως κακοήθης νεοπλασία. Και ήδη δυστυχώς υπό μετάσταση! Κι αυτό αφορά (και γίνεται αρκούντως αισθητό) και τις πολιτικές μας συμπεριφορές και τις αντιδράσεις. Κυρίως όμως ανακλάται στη διαχειριστική επάρκεια (δηλαδή ανεπάρκεια) και ποιότητα πολιτικού λόγου και σκοπού. Ο καθένας «για πάρτη του». Σήμα κατατεθέν! Και ουδέποτε αναιρεθέν.
Ο λόγος λοιπόν πτωχεύει παράλληλα με την οικονομία. Κι αυτό επιτείνει τα τραυματικά συμπτώματα της δεύτερης, ενώ ακυρώνει τον πρώτο στη συνείδηση αυτών που αποτελούν τους αποδέκτες του. Που είναι και οι ουσιαστικοί εντολοδόχοι. Δηλαδή των πολιτών. Κι αυτό δεν είναι ρητορικό εφεύρημα. Είναι το πρωταρχικό και δεδομένο. Με τη διαφορά ότι: παρουσιάζεται ολοένα και μεγαλύτερη διάσταση μεταξύ πολιτών και πολιτικής. Οπως αυτή τελικά υπηρετείται από εκείνους που τη διαχειρίζονται. Ή τη χειραγωγούν. Και ως προς αυτό, υπάρχει μια ειδοποιός (και απόλυτα ουσιώδης) διαφορά. Αλλο διαχειρίζομαι και άλλο χειραγωγώ. Κι εν τέλει: άλλο το διαχειρίζομαι και άλλο το «μεταχειρίζομαι». Και ο νοών νοείτω.
Εάν λοιπόν θέλει να δει κάποιος κατά πρόσωπο τα πράγματα (και με διάθεση έστω κι επιδερμικών τομών), πρέπει να διατυπώσει το απλό ερώτημα: εάν και πόσο θεωρούν (είτε οι μεν είτε οι δε) ότι «τα έργα και οι ημέρες» τους είναι συμβατά με την περίοδο των μεγάλων παθών (και παθημάτων) της χώρας. Γιατί ακριβώς εδώ εμφανίζεται κάποιο ανισοζύγιο. Που εφόσον αφήνεται να μεγεθύνεται, οδηγεί σε διαζύγιο τις σχέσεις «υποζυγίων» (πολιτών) με τους αναβάτες της εξουσίας. Σε όλο της το εύρος.