Η ενσυναίσθηση είναι ένας από τους νεωτερικούς όρους που έχουν μπει στις ζωές μας. Μεταφραστικό δάνειο από τα γερμανικά, θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως «η βαθιά κατανόηση ή η ταύτιση με την ψυχολογική κατάσταση του άλλου ανθρώπου». Και λοιπόν; Ολοι μας μαθαίνουμε από μικρά παιδιά πως δεν είναι μόνο ικανή, αλλά αναγκαία προϋπόθεση αυτή για την όποιας μορφής κοινωνική συνύπαρξη. Απλώς κάποτε, τουλάχιστον την ένδοξη δεκαετία του 1980, οι μανάδες μας μάς ζητούσανε να μπούμε στα παπούτσια των γύρω μας.
Είναι όμως τόσο αυτονόητη η ενσυναίσθηση; Προφανώς όχι. Ο καθένας μας έχει μία και δύο και τρεις ιστορίες να διηγηθεί. Η μπάλα χάνεται όταν ξεπερνάμε τις διαπροσωπικές σχέσεις με τις αναπόφευκτες δικλίδες ασφαλείας που δημιουργούμε και αναφερόμαστε στους ευρύτερους κοινωνικούς συσχετισμούς –σε αυτό που ονομάζουμε λαός η έθνος.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις δίνει η περιπέτεια του ΔΟΛ και οι αντιδράσεις που δημιουργήθηκαν. Υπήρξαν πολλοί, στα ΜΜΕ αλλά και στο Ιντερνετ, που εξέφρασαν βαθύ προβληματισμό, αλλά και αγανάκτηση, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μεγάλος και ιστορικός όμιλος. Υπήρξαν όμως και αρκετοί που εκφράστηκαν χαιρέκακα για τη μοίρα του οργανισμού και των εκατοντάδων εργαζομένων του. Το έργο το έχουμε ξαναδεί –με το Αlter, με την «Ελευθεροτυπία», με το Mega. Κάποιοι επιχαίρουν με τον πόνο άλλων.
Ο ΔΟΛ, όπως έχει γραφτεί, είναι ταυτισμένος με την Ιστορία της Ελλάδας, με τα θετικά και τα αρνητικά της. Είναι ένας από τους διαχρονικούς μας καθρέφτες, ακόμα και όταν παραπέμπει σε αυτόν του Ντόριαν Γκρέι. Προσωπικά, υπήρξε ο οργανισμός που φιλοξένησε τα άρθρα και τις έρευνες του δημοσιογράφου πατέρα μου, εξασφαλίζοντάς του πάντοτε την απόλυτη ελευθερία του λόγου, αλλά και σφοδρός πολέμιος, κάποιες φορές δίκαια και κάποιες άδικα, του πολιτικού παππού μου. Ασφαλώς θα μπορούσε να είναι μια αφορμή για μια ευρύτερη συζήτηση για την ελευθεροτυπία, τον πλουραλισμό αλλά και για τις σχέσεις αλληλεξάρτησης δημοσιογράφων και πολιτικών και τη διαπλοκή. Oμως από τον διάλογο, ακόμα και την αντιπαράθεση, μέχρι το «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» και να απολυθούν τόσοι εργαζόμενοι, υπάρχει χαώδης απόσταση.
Κάπου μέσα στην κρίση, μαζί με όλα τα αλλά χάσαμε τη δυνατότητα να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον. Μαζί χάσαμε και την αλληλοκατανόηση. Για τόσο μικρή χώρα, τα μίση που μας χωρίζουν είναι πολύ μεγάλα. Είμαστε μια κοινωνία έντονα διαιρεμένη. Στο ένα άκρο αυτοί που νιώθουν πιο άνετα περπατώντας στο Λονδίνο ή το Παρίσι από ό,τι στη Λαμία ή το Καρπενήσι και συμβουλεύουν αυτόν που δεν έχει να φάει πώς να κρατάει το μαχαιροπίρουνο. Στο άλλο, εκείνοι που αισθάνονται πως δεν έχουν τίποτα πλέον να χάσουν και θέλουν να ρίξουν ένα σπίρτο στο πετρέλαιο που έχει χυθεί. Και κάπου ανάμεσα όλοι εκείνοι που η δοκιμασία μια σκληρής καθημερινότητας τους έχει βυθίσει στην ντροπή, την καχυποψία και τον κυνισμό. Και όλα αυτά εκφράζονται στον υπερθετικό βαθμό με μισά ψέματα και μισές αλήθειες στον νέο και γενναίο κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία, οι ευθύνες όσων μετέχουν, από οποιαδήποτε θέση, μικρή ή μεγάλη, στον δημόσιο διάλογο είναι πολύ μεγάλες. Πέρα και πάνω από ιδεολογίες, τα κόμματα και τις σκοπιμότητές τους, οφείλουμε να θυμόμαστε πως «επειδή διαφωνούμε δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να συνυπάρχουμε. Η λύση, όσο γλυκό και αν είναι το άλλοθι της όποιας δικαίωσης, δεν είναι ούτε η συριζοποίηση της πολιτικής ζωής, ούτε το ψέκασμα των αντιπάλων. Η Ιστορία διδάσκει πως η δημοκρατία, αυτή που ανήκει όχι μόνο σε εμάς αλλά και στους προηγούμενους και στους επόμενους, θέλει συνεχή αγώνα. Απαιτεί να καταλάβουμε και να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Αλλιώς «η νύχτα θα εναλλάσσεται με νύχτα».
Ο Κώστας Μπακογιάννης είναι περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας