Ηταν έλληνας καλλιτέχνης. Αλλά για την επαγγελματική του ταυτότητα, δηλαδή για την καλλιτεχνική του ταυτότητα, αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Διότι ως καλλιτέχνης δεν διεκδίκησε ούτε την καταγωγή ούτε την κληρονομιά. Δεν πόζαρε ως απόγονος του Φειδία, δεν έγινε γνωστός επικαλούμενος το παραμύθι του τρισχιλιετούς. Από την αρχή της δημόσιας έκθεσής του στα καλλιτεχνικά πράγματα, διεκδίκησε την παγκοσμιότητα του πολίτη της Δύσης. Και για να βρει καλλιτεχνική ταυτότητα άρχισε από την αρχή, επινόησε δηλαδή μια καινούργια στο πλαίσιο μιας δικής του αντίληψης του μοντερνισμού. Ηταν ο Γιάννης Κουνέλλης, ένας παρεμβατικός καλλιτέχνης όχι με τις κραυγές του αλλά με τη δουλειά του.
Τη δεκαετία του 1960, ήταν ο βασικός εισηγητής αυτού που ονομάστηκε arte povera, φτωχή τέχνη. Ηταν τέχνη καμωμένη από χρηστικά υλικά (χώμα, φωτιά, ξύλο, σίδερο, σακιά, πλαίσια κρεβατιών, πόρτες, παράθυρα, στην πρώτη του έκθεση είχε εντάξει ζωντανά άλογα). Δεν έγινε σκάνδαλο ή μιντιακό γεγονός, έμεινε περισσότερο μια άσκηση της μορφής και, κατά βάθος, πνευματική άσκηση. Με διάφορες ευκαιρίες, πολλοί συνάδελφοί του στη δημιουργική ζωή επεδίωξαν διασημότητα, ταυτίσεις με επαναστάσεις ή με επαναστατικές ήττες. Εκείνος δεν διεκδίκησε τη σύγκριση. Η έκρηξη του Μάη του ’68 τον άφησε καλλιτεχνικά αδιάφορο. Επίσης δεν έπαιξε τον ρόλο του ευαίσθητου καλλιτέχνη από την Ελλάδα που τον έπνιγε η δικτατορία. Παρέμεινε καλλιτέχνης που δεν υπέτασσε τον λόγο του στη συγκυρία της δημοσιότητας αλλά επιδίωξε τη δική του αυτόνομη δημοσιότητα, τη δημοσιότητα της τέχνης του.
Οι δικές του εικόνες δεν ήταν εικόνες καταγγελίας, δεν περιείχαν συμβολισμούς, δεν παρέπεμπαν σε ιδεολογικά σχήματα.
Οταν έμαθα τον θάνατό του, έψαξα χθες το πρωί στη βιβλιοθήκη μου μια έκδοση της δεκαετίας του 1990, «Λιμναία Οδύσσεια» (εκδ. Αγρα και Γκαλερί Bernier), με κείμενά του και συνεντεύξεις του. Φυλλομετρώντας την έκδοση, κατανοείς ότι το πρόβλημα για τον Κουνέλλη ήταν η ελευθερία. «Η ελευθερία, όπως και η ποίηση, γεννιέται από μια απουσία, άρα απαιτεί μια προσπάθεια», υποστήριζε. «Καμία από τις δύο δεν μπορεί να είναι κληρονομικό αγαθό. Το μοναδικό πράγμα που κληρονομούμε είναι η απόδειξη που χρειάζεται να δώσουμε ότι είμαστε ικανοί να συνεχίσουμε αυτή την απελευθερωτική παράδοση. […] Η τέχνη και η πολιτική λειτουργούν από μόνες τους, λαμβάνουν υπόψη τους τον άνθρωπο και έχουν τις ρίζες τους σε μια μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο. Το κομμουνιστικό κίνημα στη Ρωσία γέννησε τον Μαλέβιτς (εισηγητής της γεωμετρικής αφηρημένης τέχνης και των αβανγκάρντ κινημάτων του σουπρεματισμού και του κονστρουκτιβισμού, γνωστός ευρύτερα για το «Μαύρο Τετράγωνο»), αυτή τη μεγάλη επαναστατική προσωπικότητα, ο οποίος κατέληξε στη Σιβηρία όχι γιατί δεν ανήκε στην Αριστερά, αλλά γιατί πολέμησε την κρατική βούληση για μια ισοπεδωτική εικονογραφική κουλτούρα. Αυτός όμως που επέζησε ήταν ο Μαλέβιτς και όχι η επίσημη τέχνη του καθεστώτος».
Οπότε σε τι χρησιμεύει η τέχνη; Ο Κουνέλλης ήταν σαφής: «Δεν χρησιμεύει σε τίποτα, αλλά είναι μια δοκιμασία υψηλού επιπέδου. […] Το πιθανότερο είναι πως η τέχνη είναι πολύ χρήσιμη στο να στηρίζει ένα τέτοιο μέτρο, ενώ αντίθετα δεν είναι χρήσιμη σε επίπεδο καθημερινής ζωής γιατί δεν σημαίνει τίποτα».
Τι έλεγε δηλαδή ο Κουνέλλης; Οτι η τέχνη, ο πολιτισμός, η στοχαστικότητα και η επινοητικότητα που τη γεννούν, στηρίζεται σε κάτι πιο βαθύ από τις καλλιτεχνικές αλλά και τις ιστορικές αναπαραστάσεις που κυριαρχούν για κάθε εποχή. Κι ότι η πραγματική ζωή δεν ταυτίζεται, αναγκαστικά, με ό,τι έχει επιβληθεί ως αξία για την πραγματικότητα.
Διαβάζω δηλώσεις πολιτικών για τον Κουνέλλη. Γελάω. Τι λόξα είναι κι αυτή να ανακατεύονται με πράγματα που δεν καταλαβαίνουν.