Ο «Καλιγούλας» βρίσκεται στην αφετηρία του Παραλόγου. Ο Αλμπέρ Καμί (Albert Camus, 1913 – 1960) ξεκίνησε να το γράφει το 1938-39 για να το ολοκληρώσει και να το τυπώσει, τελικά, τον Μάιο του 1944 από τις γαλλικές εκδόσεις Gallimard. Είναι ο ίδιος ο γάλλος νομπελίστας συγγραφέας που το εντάσσει στον «Κύκλο του Παραλόγου» μαζί με τον «Ξένο» και τον «Μύθο του Σίσυφου», και τα δύο έργα του 1942.
Ο έρωτας του ρωμαίου αυτοκράτορα Καλιγούλα για την αδελφή του Δρουσίλα, τον οδηγεί, μετά τον θάνατό της, στην αυτοκαταστροφή, σε μια «ανώτερη» αυτοκτονία. Αυτός ο φαινομενικά αγαθός πρίγκιπας, όπως επισημαίνει ο Καμί, αλλάζει μετά την απώλεια της Δρουσίλας, καθώς συνειδητοποιεί ότι «οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι». Κι έτσι αποφασίζει να κυνηγήσει το απόλυτο μέσα από τον απόλυτο παραλογισμό. Να αναζητήσει την απόλυτη ευτυχία μέσα από την απόλυτη καταστροφή. Ο μόνος τρόπος για να το καταφέρει αυτό είναι να αφανίσει τους πάντες και τα πάντα γύρω του.
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΡΓΟ. Η Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν («Φέστεν», «Οι ζωές των άλλων», μονόλογος για τον Ρεμπό) αντιμετώπισε το έργο ως την απόφαση ενός αυτοκράτορα «να κάνει το “Αδύνατον” δυνατό». «Ο Καλιγούλας αυτοθυσιάζεται. Δεν είναι ένας παράφρων. Ο παραλογισμός του έχει λόγο» σημειώνει η ίδια στο προλογικό της σημείωμα, στο πρόγραμμα της παράστασης. Παράλληλα όμως ο «Καλιγούλας» είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό, καταγγελτικό μιας κοινωνίας που νοσεί από τη διαφθορά. Μόνον που ο τρόπος αντιμετώπισης παραπέμπει στον φαύλο κύκλο της εξουσίας: «Το να κυβερνάς σημαίνει να κλέβεις» λέει. «Εγώ θα κλέψω ανοιχτά»…
Υπό το πρίσμα του παραλόγου και του απόλυτου έστησε η σκηνοθέτρια, στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ένα σύμπαν γύρω από τον Καλιγούλα. Είναι εκείνος που θύτης και θύμα συγχρόνως πορεύεται σε έναν δρόμο αυτοκαταστροφής, προσπαθώντας να ακυρώσει τη μοίρα του. Κι έτσι οδηγείται στο κορυφαίο λάθος: αρνείται τους ανθρώπους, αφού πρώτα έχει αρνηθεί την αγάπη, τη φιλία, την αδελφοσύνη, την ελευθερία… Τα πάντα. Προδίδοντας τους γύρω του μένει πιστός στον εαυτό του, αλλά αγνοεί και αρνείται να αντιληφθεί ότι μόνος δεν μπορεί να είναι ούτε ελεύθερος ούτε ευτυχής.
Αυτή είναι η πορεία του Καλιγούλα που θεωρεί ότι η ζωή είναι υπόθεση ενός. Και παρουσιάζεται από τον Καμί σαν μια παραβολή στη δικτατορία, τη μοναρχία, την απολυταρχία και το παράλογο που κρύβει μέσα της. Θετικός συνοδοιπόρος η live μουσική του Blaine Reininger των Tuxedomoon που τον ακολούθησε στο ταξίδι των άκρων.
Ολα αυτά τα στοιχεία δεν αποτυπώθηκαν στην παράσταση της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν. Η σκηνοθέτρια στάθηκε περισσότερο απέναντι στο έργο, σε απόσταση: το παρατήρησε ως «ειδική», το περιποιήθηκε αισθητικά, σεβάστηκε το κείμενο (ενδιαφέρουσα η μετάφραση της Φρανσουάζ Αρβανίτη), αλλά δεν κατάφερε να αποτυπώσει το μέγεθός του. Ηταν περισσότερο σχηματική η προσέγγισή της. Κι αυτό φάνηκε κυρίως από την τρίτη πράξη του έργου, όπου το διονυσιακό στοιχείο –ο Καλιγούλας εμφανίζεται ως Αφροδίτη –κυριαρχεί.
Ο Γιάννης Στάνκογλου αντιμετώπισε τον ήρωά του με σεβασμό, αλλά και απόσταση. Τον ακολούθησε στην πορεία του, αλλά δεν πορεύτηκαν μαζί. Το παιχνίδι με το είδωλό του στον καθρέφτη –μεγεθυντικός ή παραμορφωτικός ο ρόλος του –δεν έβγαλε νικητή. Ο Καλιγούλας μοιάζει να τους καταπίνει όλους.