Θα μπορούσε να είναι ο Αλόνσο Κιχάδα, ο αυτοπροσδιορισμένος Δον Κιχώτης της πολιτικής. Πάλλευκες τρίχες στο πρόσωπό, ευθυτενές βλέμμα, αινιγματικό χαμόγελο και πίστη στο καθήκον. Το υπουργείο Αθλητισμού έγινε για τον Σταύρο Κοντονή η δική του Δουλτσινέα και βάλθηκε να τη σώσει από την επήρεια των μαγικών.
Πάλεψε με φαντάσματα του παρελθόντος, έκανε εφόδους στο άντρο διαφθοράς, έκλεισε εξέδρες, ανέβαλε πρωταθλήματα, επέβαλε πρόστιμα, ψήφισε νόμους, απείλησε θεούς και δαίμονες.
Από το βήμα της Βουλής κούνησε το δάκτυλο στους πολιτικούς του αντιπάλους για τις θνησιγενείς επιλογές τους και τη δημιουργία πελατειακών σχέσεων με τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους.
Γιατί για τον Δον Κιχώτη Σταύρο Κοντονή το ποδόσφαιρο αποτελούσε την πηγή κάθε κακού. Της βίας, της κακοδιαχείρισης, της νοθείας.
Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στη Θεσσαλονίκη με το κοκαλιάρικο άλογό του, τον Ροσινάντε, για την τελευταία κλήρωση της Α1 ανδρών στο μπάσκετ, είχε εντολή να εκτελέσει μια δύσκολη αποστολή: «Μεταφέρω το μήνυμα του Πρωθυπουργού ότι το μπάσκετ ξεχωρίζει».
Πράγματι. Τα ηλεκτρονικά εισιτήρια αντικαταστάθηκαν από σαλταδόρους. Οι φωτοβολίδες στο Nick Galis Hall εκτοξεύθηκαν από Montblanc και τα καθίσματα που απογειώθηκαν πήραν διαφορετικά φάλτσα σε σχέση με αυτά των ποδοσφαιρικών γηπέδων.
Από το νέο του πόστο, στο υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Δον Κιχώτης απόλαυσε το έργο του πιθανώς ανταλλάσσοντας απόψεις με κάποιον από τους πολλούς Σάντσο Πάντσα που κυκλοφορούν.