Οταν την ερχόμενη εβδομάδα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, οι επικεφαλής του κουαρτέτου καθήσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την ελληνική κυβερνητική ομάδα, στο προσκήνιο αναμένεται να έρθουν όλες εκείνες οι δυσκολίες τις οποίες φοβόταν η κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα, αλλά επιχειρεί να επικαλύψει με το νέο αφήγημα του ουδέτερου δημοσιονομικού αποτελέσματος τις τελευταίες ημέρες. Αυτός είναι κατά πάσα πιθανότητα ο λόγος για τον οποίο αναλυτές προβλέπουν ότι οι διαπραγματεύσεις μπορεί να τραβήξουν έως και το καλοκαίρι, κόντρα στην κυβερνητική επιδίωξη μιας γρήγορης συμφωνίας η οποία θα οδηγεί άμεσα στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το αρχικό χρονοδιάγραμμα του κουαρτέτου προβλέπει ότι Ντέλια Βελκουλέσκου (ΔΝΤ), Ντέκλαν Κοστέλο (Κομισιόν), Φραντσέσκο Ντρούντι (ΕΚΤ) και Νικόλα Τζιαμαρόλι (ESM) θα ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις από τις 28 Φεβρουαρίου και θα παραμείνουν στην Αθήνα για διάστημα μιας εβδομάδας. Σε αυτό το χρονικό περιθώριο –το οποίο προφανώς, ανάλογα με τις εξελίξεις, μπορεί να τροποποιηθεί –θα επιδιωχθεί συμφωνία για όλα τα καυτά θέματα της ατζέντας. Και απ’ ότι φαίνεται είναι πολλά, καθώς ο ρωμαϊκός θρίαμβος που υποσχόταν η κυβέρνηση, αποδείχτηκε φούσκα…
ΤΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ. Η μείωση του αφορολογήτου και των συντάξεων, οι αλλαγές στα εργασιακά αλλά και οι απαιτήσεις των δανειστών για δραστικό άνοιγμα της αγοράς ενέργειας θα βρεθούν σε πρώτο πλάνο, ενώ θα επιχειρηθεί να βρεθεί κοινός τόπος για το ακριβές ύψος των μέτρων τα οποία θα κληθεί να εφαρμόσει από το 2019 στην καλύτερη περίπτωση (αν και υπάρχουν ορισμένοι κοινοτικοί αξιωματούχοι οι οποίοι δεν αποκλείουν εφαρμογή από το φθινόπωρο του 2018) η τότε ελληνική κυβέρνηση.
Η αρχική θέση των δανειστών αφορά πρόσθετα μέτρα ύψους 2% του ΑΕΠ, μοιρασμένα κατά το ήμισυ σε περικοπές συντάξεων και μείωση αφορολογήτου. Σε αυτή την περίπτωση το πακέτο φτάνει τα 3,6 δισ. ευρώ.
Κυβερνητικές αλλά και ευρωπαϊκές πηγές αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο το πακέτο να είναι χαμηλότερο, στην περιοχή των 2,7 δισ. ευρώ ή 1,5% του ΑΕΠ. Ο ισχυρισμός που προβάλλουν για το ηπιότερο πακέτο μέτρων εδράζεται στην υπεραπόδοση του 2016, όταν κατά τους ελληνικούς υπολογισμούς επιτεύχθηκε πλεόνασμα 2,5%-3% του ΑΕΠ. Υποστηρίζουν ότι μεγάλο μέρος αυτής της υπεραπόδοσης έχει διατηρήσιμα χαρακτηριστικά, επομένως το πακέτο των μέτρων μπορεί να είναι μικρότερο.
Στο σημείο αυτό, κατά την έναρξη των συζητήσεων δηλαδή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν αποκλείεται να επιφυλάσσει μια νέα σφήνα. Με βάση τους μέχρι τώρα υπολογισμούς του, υποστηρίζει ότι το 2018 δεν πρόκειται να επιτευχθεί πλεόνασμα υψηλότερο του 1,5% του ΑΕΠ και επομένως δύσκολα θα βάλει νερό στο κρασί των πρόσθετων απαιτήσεών του.
Το Ταμείο εμφανίζεται διατεθειμένο να αλλάξει τους υπολογισμούς του μόνο εφόσον υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία για την υπεραπόδοση του 2016 και ποιοτική ανάλυσή τους, η οποία θα αποδεικνύει τη θετική επίδρασή τους στα επόμενα χρόνια. Η σημερινή συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ – Γιούνκερ αναμένεται να δώσει ενδείξεις για τα περιθώρια υπαναχωρήσεων του ΔΝΤ.
Το τελευταίο μήνυμα της γερμανικής κυβέρνησης είναι ότι χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ η Βουλή θα αποσύρει την υποστήριξή της στο ελληνικό πρόγραμμα.
ΤΟ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟ. Το δεύτερο σημείο το οποίο συγκεντρώνει αυξημένες πιθανότητες προστριβών αφορά τον προσδιορισμό των ίδιων των μέτρων. Πόσο θα μειωθεί το αφορολόγητο (5.900 ευρώ η αρχική θέση των δανειστών), από πότε και πόσο θα μειωθούν οι συντάξεις, τι θα γίνει με το ελληνικό αίτημα επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων και πώς θα λυθεί ο γρίφος των ομαδικών απολύσεων.
Κυβερνητικά στελέχη τις τελευταίες ημέρες επιχειρούν να παρουσιάσουν μια εικόνα πακέτου μέτρων το οποίο θα εξουδετερώνεται δημοσιονομικά από ένα πακέτο αντιμέτρων με μειώσεις φόρων. Πηγές των δανειστών ξεκαθαρίζουν σε όλους τους τόνους ότι δεν είναι αυτό το σενάριο. Διευκρινίζουν ότι, ενώ τα σκληρά μέτρα θα εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση, τα αντισταθμιστικά μέτρα θα εφαρμοστούν μόνο εφόσον υπάρξει υπέρβαση των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων (προς το παρόν 3,5% του ΑΕΠ σε «μεσοπρόθεσμο» ορίζοντα) και θα αφορούν μόνο το σκέλος της υπέρβασης. Αν, για παράδειγμα, το 2018 επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 4% και ο στόχος είναι 3,5% του ΑΕΠ, τότε τα θετικά μέτρα θα μπορούν να είναι της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ.
Ο Γερούν Ντεϊσελμπλούμ με δηλώσεις του χθες τόνισε ότι «Φορολογικό, Ασφαλιστικό και Εργασιακό είναι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και θα χρειαστεί πολύ τεχνική δουλειά στην Αθήνα». Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από την πλευρά του, σημείωσε ότι «το βασικό ερώτημα αφορά τα μεταρρυθμιστικά μέτρα και το ζήτημα του χρέους είναι δευτερεύον».
ΒΛΕΠΟΥΝ ΙΟΥΝΙΟ. Με αναλύσεις τους, εξάλλου, η Citigroup εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις θα κρατήσουν έως τον Ιούνιο, ενώ η Capital Economics σημειώνει ότι «δεν είμαστε πεπεισμένοι ότι θα υπάρξει συμφωνία για να διασφαλιστεί το μέλλον της χώρας στην ευρωζώνη».
Οι Ευρωπαίοι δεν φαίνεται να βιάζονται καθόλου. Ο πρόεδρος του Eurogroup επανέλαβε και χθες πως δεν υπάρχει βιασύνη, καθώς δεν υπάρχει ζήτημα ρευστότητας για την ελληνική κυβέρνηση.