Μία ερευνητική θεραπεία για τη σκλήρυνση κατά πλάκας μπορεί να σταματά τις επιθετικές μορφές της για πέντε χρόνια, αναφέρει διεθνής ομάδα επιστημόνων.
Η μέθοδος είναι ριψοκίνδυνη διότι απαιτεί πλήρη καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος με τη βοήθεια ισχυρής ανοσοκατασταλτικής θεραπείας και στη συνέχεια την επανεκκίνησή του με μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων.
Οι γιατροί λένε ότι, ακριβώς επειδή είναι υψηλού κινδύνου μέθοδος, δεν είναι κατάλληλη για όλους τους ασθενείς αλλά για επιλεγμένα περιστατικά.
Από τους 281 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αυτήν, σχεδόν οι μισοί ωφελήθηκαν, αλλά οκτώ πέθαναν σύντομα μετά την μεταμόσχευση.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση JAMA Neurology,είναι μία από τις μεγαλύτερες που έχουν διεξαχθεί για την αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων (AHSCT) όπως είναι η ονομασία της μεθόδου.
Όπως γράφουν οι ερευνητές από 25 ερευνητικά κέντρα σε 13 χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, το 78% των ασθενών που εντάχθηκαν στη μελέτη τους έπασχαν από προοδευτικά εξελισσόμενες μορφές σκληρύνσεως.
Η σχετιζόμενη με τη μεταμόσχευση θνησιμότητα ήταν 2,8% μέσα σε 100 ημέρες από αυτήν, ενώ η επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου ήταν 46% στα 5 χρόνια από τη θεραπεία.
Η μέση παρακολούθηση των ασθενών ήταν 6,6 έτη (κυμαινόταν από 0,2 έως 16 έτη, δεδομένου ότι οι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση την περίοδο 1995-2006).
Όπως γράφουν οι επιστήμονες στο άρθρο τους, η σκλήρυνση κατά πλάκας (ή πολλαπλή σκλήρυνση, όπως είναι η σύγχρονη ονομασία της) προσβάλλει περισσότερα από 2,3 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται σχεδόν 10.000 Έλληνες.
Η ασθένεια τυπικά εκδηλώνεται σε νεαρούς ενήλικες (η συνηθέστερη ηλικία έναρξης είναι 20-40 ετών) και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νευρολογικές εκδηλώσεις.
Μερικές φορές οι ασθενείς έχουν επιθετικές μορφές που δεν ανταποκρίνονται σε αρκετές γραμμές θεραπείας, με συνέπεια να παρουσιάζουν ραγδαία επιδείνωση της κατάστασής τους μέσα σε λίγα χρόνια.
Η αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων μελετάται ως θεραπεία γι’ αυτές ακριβώς τις επιθετικές μορφές. Η λογική πίσω από αυτήν είναι ότι αν γίνει επανεκκίνηση του ανοσοποιητικού, αυτό θα σταματήσει να επιτίθεται στον οργανισμό και να καταστρέφει το «περίβλημα» των νευρικών ινών, την μυελίνη ουσία, επομένως θα σταματήσει η εξέλιξη της νόσου.
Οι έως τώρα μελέτες δείχνουν ότι αυτό είναι όντως εφικτό, αλλά είναι πιθανότερο να συμβεί σε ορισμένες ομάδες ασθενών.
Η νέα μελέτη έδειξε ότι οι ομάδες αυτές είναι οι ηλικιακά νεώτεροι ασθενείς, που δεν ανταποκρίνονται στα φάρμακα και οι οποίοι έχουν την υποτροπιάζουσα μορφή της νόσου.
«Έως τώρα ξέραμε ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να επανεκκινήσει το ανοσοποιητικό και ότι αυτό φέρει κάποιους κινδύνους, αλλά δεν ξέραμε για πόσο καιρό θα κρατούσαν τα οφέλη», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Πάολο Μουράρο, λέκτορας Νευροανοσολογίας και επικεφαλής της Ομάδας Κλινικής Νευροανοσολογίας στον Τομέα Επιστημών Εγκεφάλου του ImperialCollegeτου Λονδίνου (ICL).
«Στην παρούσα μελέτη, η οποία είναι η μεγαλύτερη μακροχρόνια μελέτη παρακολούθησης της μεθόδου, διαπιστώσαμε ότι μπορούμε να την “παγώσουμε” για χρονικό διάστημα έως πέντε χρόνια.
»Εν τούτοις, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η θεραπεία φέρει μικρό κίνδυνο θανάτου και ότι την εφαρμόζουμε σε μία ασθένεια η οποία δεν είναι άμεσα απειλητική για τη ζωή των ασθενών».
Οι ερευνητές έχουν ήδη αρχίσει κλινικές μελέτες στις οποίες συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα της μεθόδου με τις εγκεκριμένες θεραπείες για την σκλήρυνση κατά πλάκας.