Ο προχθεσινός πανωλεθρίαμβος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανοίγει μεν μια ακόμα σελίδα αβεβαιότητας για τη χώρα, αλλά, όπως θα έλεγε και η Φώφη, θα μπορούσε να εγγράφει κομματικά οφέλη για την αντιπολίτευση. Την ελάσσονα ευρωπαϊκή αντιπολίτευση, βεβαίως, για την ώρα ας την ξεχάσουμε –βράζει στο ζουμί της κεντροαριστερής εσωστρέφειας. Αλλά δεν ακούω δυνατά ούτε τη ΝΔ –παρά το άνετο δημοσκοπικό προβάδισμά της και παρά την αναξιοπιστία στην οποία βυθίζεται το κυβερνών σχήμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Αναρωτιέμαι, άραγε, τι περιμένει η αξιωματική αντιπολίτευση; Η κυβέρνηση είναι ώριμο φρούτο που σαπίζει, σύμφωνοι. Ωστόσο, σεσηπυία ή όχι, συνεχίζει να ασκεί την καταστροφική εξουσία. Ωστόσο, η δεδομένη αποτυχία της κυβέρνησης όχι να δημιουργήσει επενδυτικές ευκαιρίες, αλλά ακόμα και να σκεφτεί μια μεταρρυθμιστική πορεία, δεν καθρεφτίζεται στη ΝΔ. Η οποία, εισπράττοντας μεν τη δυσαρέσκεια, αρχίζει να τείνει δημοσκοπικά προς την αυτοδυναμία, στην ουσία όμως εμφανίζεται ως κόμμα που δεν έχει καταφέρει να διατυπώσει πρόγραμμα πολιτικής διαχείρισης, εξόδου από την κρίση και αποκατάστασης της κανονικότητας στην οποία αποβλέπει. Οι νέες δυνάμεις έχουν έρθει στο κόμμα, οι εμπειρογνώμονες έχουν έρθει, αλλά η αντιπολίτευση απλώς υπάρχει ως αντίπαλον δέος στον ΣΥΡΙΖΑ. Με ποιες θέσεις; Ποιο πρόγραμμα; Ποια δοσολογία μέτρων; Τι είδους κράτος;
Η ΝΔ είναι μεγάλο πολυσυλλεκτικό κόμμα. Θεμελιωτής του ελληνικού κρατισμού, μεγάλο τμήμα της αντιλαμβάνεται την πολιτική κυριαρχία ως θρίαμβο επί του κράτους. Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κυριάρχησε στο κόμμα εκλεγμένος από μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, ως ορθολογική πρόταση, ευρωπαϊστής που θα εγγυηθεί της απαραίτητες αλλαγές στη χώρα. Ενόψει ενός δύσκολου «μετά τον ΣΥΡΙΖΑ», οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν τους στόχους τους, τις προτεραιότητές τους, το κόστος τους –και τα πρόσωπα, κάποια έστω πρόσωπα που θα υλοποιήσουν αυτούς τους στόχους. Χωρίς τα πώς και τα γιατί, καμία πρόταση εξουσίας δεν είναι αξιόπιστη.