Από όλους τους ευφημισμούς που τακτικά εφευρίσκει η κυβέρνηση για να καλύπτει τις αποτυχίες της (ας αναρωτηθεί η ίδια αν η μετονομασία της «τρόικας» σε «θεσμούς» μετέβαλε τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ της χώρας μας), η «πολιτική συμφωνία» είναι από τους πιο ύπουλους. Οχι μόνο γιατί είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που (θα ήθελε να) υποδηλώνει. Αλλά κυρίως γιατί προοιωνίζεται συνέχιση της παρούσας απελπιστικής κατάστασης.
Η «πολιτική συμφωνία» την οποία «πέτυχε» η κυβέρνηση αυτές τις μέρες κατ’ αρχάς δεν είναι συμφωνία για κανένα κρίσιμο θέμα. Αυτό που συνέβη είναι ότι δόθηκε υπό αίρεση –και μάλιστα κάτω από αυστηρούς όρους –παράταση για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Με άδηλη μάλιστα τελική κατάληξη. Οι δηλώσεις του προέδρου του Γιούρογκρουπ («δεν υπάρχει καμία συμφωνία») και του εκπροσώπου του ΔΝΤ («είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε εικασίες για την προοπτική επίτευξης συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο») μιλούν από μόνες τους.
Κι όχι μόνο δεν υπάρχει «συμφωνία», υπό την έννοια της επίτευξης των ελληνικών στόχων, αλλά σφραγίστηκε και σαφής υπαναχώρηση σε θέματα αρχών. Η επισημοποίηση του «στόχου» του 3,5% πλεονάσματος για το 2018 και το 2019 είναι παράλογη σε σχέση με την κατάσταση της οικονομίας μας, στραγγαλιστική των μικρών περιθωρίων ανάπτυξης και πολιτικά ανήθικη, εφόσον δεσμεύει την επόμενη κυβέρνηση. Η δε αποδοχή να προ-νομοθετηθούν περιοριστικά μέτρα σε τομείς που αποτελούσαν, υποτίθεται, «κόκκινες γραμμές» (συντάξεις, Ασφαλιστικό, Εργασιακό), είναι θεσμικά εξευτελιστική, επιβαρύνει κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται στα όριά τους, ενώ και πάλι χρεώνει την επόμενη ομάδα εξουσίας. Ακόμα και η μείωση του ορίου του αφορολογήτου, που είναι από τις λίγες προτάσεις των δανειστών που, σε αυτή τη φάση, έχουν κάποια λογική, κατέληξε σε μείζονα συμβολική ήττα της κυβέρνησης, αφού εκεί είχε ρίξει το βάρος η «περήφανη» διαπραγμάτευση των τελευταίων μηνών.
Στην πραγματικότητα, με τον όρο «πολιτική» η κυβέρνηση εννοεί μια παράταση της διγλωσσίας της. Πριν στεγνώσει το μελάνι της μη-συμφωνίας, έρχεται η κομματική συνεδρίαση της κυβερνώσας παράταξης να «βάλει τα πράγματα στη θέση τους», δηλαδή να επισφραγίσει την κοροϊδία. Με ναυαρχίδες το «νέο μείγμα πολιτικής» (ενώ είδαμε ότι κανένα μέτρο πολιτικής δεν συμφωνήθηκε, αντίθετα η κυβέρνηση αποδέχτηκε την πρόωρη λήψη περιοριστικών μέτρων) και τα «αντισταθμιστικά μέτρα» (αφού αφήσαμε το φίδι να μας δαγκώσει, συμφωνήσαμε να μας επιτραπεί να χρησιμοποιήσουμε αλοιφή), ετοιμάζεται η «επικοινωνιακή» εκστρατεία για να πεισθούν οι ιθαγενείς ότι η κυβέρνηση «το παλεύει». Μόνο που ούτε οι ιθαγενείς έχουν άλλες ανοχές ούτε οι δανειστές τρώνε άλλο κουτόχορτο.
Τελικά, το χειρότερο που κάνει μια τέτοιου είδους «πολιτική συμφωνία» είναι ότι κόβει κάθε προοπτική ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων. Παρατείνοντας εγγενώς την αβεβαιότητα, καθιστά αδύνατη την επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας, αμφίβολη την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (ο Ντράγκι είπε καθαρά ότι αναμένει πρόοδο επί της ουσίας) και απαγορευτικές τις αναγκαίες δομικές αλλαγές, που δεν προχωρούν ποτέ με το μαχαίρι του επόμενου αδιεξόδου στον λαιμό. Είναι προ πολλού προφανές ότι έχει έρθει η ώρα για πραγματική πολιτική, απλώς με τον τρόπο της η κυβέρνηση προσυπογράφει ότι δεν μπορεί να την επωμιστεί η ίδια.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος