Κάθε σύγχρονη μητρόπολη –άρα και η Αθήνα –καλείται να έχει τους τόπους εμπειρίας του υλικού πολιτισμού που εκφράζουν συνήθειες, συμπεριφορές και τρόπους ζωής. Ανάμεσα σ’ αυτούς αναγνωρίζουμε και τα μέρη εκείνα όπου η γεύση και η τεχνική της παρασκευής ενός γεύματος μπορούν και να εξυψώσουν σε δημιουργό τον ικανό μάγειρο, ψήστη ή όποιον εμπειρογνώμονα της γεύσης καταφέρνει να προσδώσει χαρακτηριστικά του ξεχωριστού τόπου συνάντησης.
Φυσικά, η μοναδικότητα και η ποιότητα της εμπειρίας έχει κόστος. Τόσο υψηλό ώστε ο λογαριασμός να είναι δηλωτικός της κοινωνικής υπεροχής. Ναι, υπάρχει περιθώριο στον κατάλογο ενός τέτοιου εστιατορίου στις παρυφές του ξενοδοχείου Χίλτον το πιάτο μιας σενιάν μπριζόλας να κοστίζει 140 ευρώ. Αλλωστε η πληρότητα των τραπεζιών στο συγκεκριμένο μέρος πιστοποιεί την οικονομική δεινότητα των θαμώνων του.
Κανένα πρόβλημα, εφόσον το μέρος παρέμενε το μυστικό μιας ελίτ της γευσιγνωσίας. Και δεν γινόταν η ακίδα του σύγχρονου κοινωνικού διαχωρισμού, αφού το μέρος και ο οικοδεσπότης του απέκτησαν το προνόμιο πολιτιστικής προβολής χάρη σε μια έξυπνη συνέργεια με μια γκαλερί του αθηναϊκού κέντρου. Σύμφωνα λοιπόν με τους όρους της win win συνθήκης, η γκαλερί διέθεσε στον ιδιοκτήτη έναν από τους άξιους καλλιτέχνες της, με αναγνωρισμένο έργο στους δρόμους και τους τοίχους της πόλης. Ο οποίος με τη σειρά του έκανε τη σχετική παρέμβαση στο εσωτερικό του χώρου εστίασης προσδίδοντάς του εικαστική εικόνα σύγχρονης αστικής τεχνοτροπίας. Με απλά λόγια, η αισθητικοποίηση του κοψιδιού επικοινωνείται σε όλα τα μέσα ενημέρωσης ως πρωτότυπη συνάντηση της τέχνης και της γεύσης. Είναι αυτό το βήμα που χρειάστηκε να κάνει ο έλληνας καλλιτέχνης για να συναντήσει το κοινό του. Οχι εκείνο το λιγοστό που επισκέπτεται χώρους τέχνης –αλλά εκείνο που πληρώνει απολαμβάνοντας ό,τι του σερβίρουν οι στυλίστες των καινοφανών στιγμών.