Πάντα όταν αισθανόμαστε να κινδυνεύουμε, μας καταλαμβάνει μια διάθεση να μιλάμε όσο γίνεται περισσότερο, που συχνά αγγίζει τα όρια της φλυαρίας ή της λογοδιάρροιας –ελπίζουμε να μην έχουμε πλησιάσει τα όρια αυτά μιλώντας για τις εφημερίδες και την αυταπόδεικτη σημασία τους. Την όχι και τόσο αυταπόδεικτη σε καιρούς πονηρούς που το καθετί μπορεί να συκοφαντηθεί και αφού έχει εκθέσει κανείς όσα επιχειρήματα θα λογαριαζόταν άλλοτε σχεδόν περιττό ακόμη και να τα αναφέρει.
Μπορεί να πιστεύει ή να φαντάζεται κανείς πως όποιο παρελθόν και αν αποκτήσει το Διαδίκτυο θα είναι δυνατόν να το επικαλείται ως τεκμήριο κύρους, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις εφημερίδες, δηλαδή ότι μια πληροφορία ή ένα περιστατικό υπήρξαν σημαντικά ακριβώς γιατί μας έγιναν γνωστά ως έντυπος λόγος κι όχι ως λόγος που τον διέτρεξες σε μια οθόνη. Τι μπορεί ν’ αντικαταστήσει τη δύναμη και την ακρίβεια ενός γεγονότος που μας γίνεται γνωστό με τη δημοσιευμένη σε μια εφημερίδα φράση «Οπως διαβάζουμε στο “Βήμα” της 28ης Δεκεμβρίου του 1974 – “Πηγή ανωμαλιών θα είναι η συγκέντρωση εξουσιών σ’ ένα και μόνο πρόσωπο”, επισημαίνει η Ενωση Κέντρου» και τη διάθεση να πληροφορηθούμε όσο γίνεται περισσότερα, προκειμένου ν’ ανασυσταθεί μέσα μας η ατμόσφαιρα μιας εποχής, όταν με το Διαδίκτυο η ευκολία να φέρεις το καθετί μπροστά σου έχει εξουδετερώσει την ιδιαιτερότητα και την ηθική σημασία ακόμη και του πιο συγκλονιστικού γεγονότος.
Οι εφημερίδες υπηρετώντας –καμιά φορά και με υπερβολικό ζήλο –το παρόν, γίνονται εκ των πραγμάτων ένας αέναος δημιουργός παρελθόντος που δεν γίνεται να ανακληθεί στις πραγματικές του διαστάσεις παρά μόνο χάρη στις ίδιες. Με την αναπαραγωγή της είδησης, του σχολίου, του ρεπορτάζ, του μελετήματος ακόμη, με τα ίδια μέσα που είχε πρωτοσυντεθεί, δηλαδή με τις λέξεις σε έντυπη μορφή. Ο,τι γράφεται μέσα στη μέρα ή μέσα στη νύχτα για μια εφημερίδα σε σχέση με ένα γεγονός τεράστιας ή ήσσονος σημασίας, παγκόσμιου, τοπικού ή εχέμυθου ενδιαφέροντος, αποκτά την εντελώς ιδιαίτερη αξία του χάρη σ’ ένα πνεύμα κυψέλης και οικογενειακής συνάφειας όπως το βιώνουν δέκα – δεκαπέντε άνθρωποι –οι δημοσιογράφοι –όντας για ώρες ο ένας δίπλα στον άλλον.
Θ’ άξιζε να μιλήσει κανείς για τον συναγερμό που γίνεται συχνά μέσα στα δημοσιογραφικά γραφεία, για μια λέξη, αν είναι αυτή που χρειάζεται ή δεν χρειάζεται, για το τι λεξικά ανοίγονται, έστω κι αν το λάθος που θα γινόταν δεν θα το πρόσεχε κανείς. Και είναι ίσως αυτό το πνεύμα και αυτή η ατμόσφαιρα που κάνει τις κρεμασμένες στα περίπτερα ή τις απλωμένες στους πάγκους εφημερίδες, όσο κι αν τα πρωτοσέλιδά τους συχνά σου κόβουν την ανάσα ή σε απελπίζουν, να δημιουργούν ένα αίσθημα οικειότητας ακόμη και στον άνθρωπο που δεν τις αγοράζει και απλά τους ρίχνει κλεφτές ματιές. Και επιπλέον να τον πείθουν ότι όσο υπάρχουν εφημερίδες, τα πράγματα γενικότερα παραμένουν στη θέση τους και ότι ο κοινωνικός καταποντισμός δεν θα συντελεστεί.