«Η κοινωνία δεν αντέχει άλλη λιτότητα» επισημαίνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» προσθέτοντας ότι το πακέτο των καινούργιων μέτρων θα προκαλέσει νέο σοκ λιτότητας στην οικονομία και την κοινωνία. «Η μείωση του αφορολογήτου και η μείωση ή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις θα αυξήσουν τη φτώχεια και την οικονομική ανισότητα και θα μειώσουν την αγοραστική δύναμη». Ο Παναγόπουλος χαρακτηρίζει δραματική την κατάσταση στην αγορά εργασίας δεδομένου ότι οι διαρροές για την αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10% μηνιαίως που αφορούν στις μικρές επιχειρήσεις είναι επαχθέστερη οποιασδήποτε προηγούμενης αφού περιλαμβάνει το 97% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας.

Η κυβέρνηση συζητά με τους δανειστές τη λήψη νέων μέτρων στο αφορολόγητο, στις συντάξεις και στα εργασιακά. Αντέχει η κοινωνία;

Το πακέτο των μέτρων που θα διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση με τους δανειστές σε τεχνικό επίπεδο το επόμενο διάστημα θα προκαλέσει ένα νέο σοκ λιτότητας στην οικονομία και την κοινωνία. Μένει να δούμε την έκτασή του, αλλά η πιθανή συμμετοχή του ΔΝΤ στις συζητήσεις δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το σοκ θα είναι ισχυρό. Η κοινωνία δεν αντέχει άλλη λιτότητα. Η μείωση του αφορολογήτου και η μείωση ή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις θα αυξήσουν τη φτώχεια και την οικονομική ανισότητα και θα μειώσουν την αγοραστική δύναμη. Το αν θα υπάρξει δημοσιονομικός χώρος για αντισταθμιστικά μέτρα, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, είναι αβέβαιο, αφού η ίδια έχει δεσμευτεί σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια. Και κάτι ακόμη, η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις και η μείωση του αφορολόγητου ορίου δεν είναι διαρθρωτικές πολιτικές, αλλά καθαρή πολιτική λιτότητας. Είναι νεοφιλελευθερισμός προσαρμοσμένος στην εκδοχή της «υπαρκτής» ριζοσπαστικής εθνικολαϊκής ρητορικής. Οσον αφορά τις νέες παρεμβάσεις που σχεδιάζονται στην αγορά εργασίας, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία για την εμμονή που επιδεικνύουν ξένοι και εγχώριοι παράγοντες στην απόλυτη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στην πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων, στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη μείωση του κόστους εργασίας στο όνομα της αύξησης της ανταγωνιστικότητας. Οι διαρροές περί αύξησης του ορίου των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10% μηνιαίως που αφορούν στις μικρές επιχειρήσεις είναι επαχθέστερη οποιασδήποτε προηγούμενης καθώς αφορά το 97% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας. Τα σχετικά στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν επέφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στις εξαγωγές και στην ανάπτυξη.

Πού οδηγούν όλα αυτά τα μέτρα, αφού αυξάνονται οι φόροι, οι εισφορές και δεν διαγράφεται πουθενά προοπτική ανάπτυξης;

Η εκτίμηση είναι ότι η οικονομία δεν έχει εισέλθει σε βιώσιμη φάση οικονομικής μεγέθυνσης. Δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι έχουν επιτευχθεί οι παραγωγικοί και οι μακροοικονομικοί μετασχηματισμοί που θα διαμόρφωναν τις συνθήκες σταθεροποίησης της οικονομίας με αύξηση της απασχόλησης. Στο πλαίσιο αυτό τα νέα μέτρα θα αφαιρέσουν ξανά οξυγόνο από την οικονομία υπονομεύοντας και την ανάπτυξη αλλά και την ανάκτηση της δημοσιονομικής της φερεγγυότητας. Η υπεραισιόδοξη εκτίμηση ότι η οικονομία σύντομα θα επιστρέψει στην «κανονικότητά» της και θα βγει οριστικά από την κρίση, όταν ακόμη δεν έχει σταθεροποιηθεί μια θετική δυναμική στην οικονομία, το μόνο που δημιουργεί είναι έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την πολιτική ικανότητα της χώρας να διαχειριστεί με πραγματισμό την οικονομική και την κοινωνική κρίση. Επίσης, δημιουργεί αβεβαιότητα, ακόμη και απογοήτευση, για το αύριο στην κοινωνία, ειδικά σε εκείνους που έχουν πληγεί από την κρίση και τη λιτότητα, τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους ανέργους και όλους όσοι ζουν στην απόλυτη φτώχεια, σε εργασιακή και στεγαστική επισφάλεια, σε όλους εκείνους που είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να συρρικνώνεται δραματικά εξαιτίας των ασκούμενων οικονομικών πολιτικών. Οι ψευδαισθήσεις και οι αυταπάτες που καλλιεργούνται στον δημόσιο διάλογο ενισχύουν μόνο τον λαϊκισμό.

Η άποψή σας για τη σημερινή κυβέρνηση;

Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να είναι πολύ δεσμευμένη στις μνημονιακές πολιτικές και στα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, κυρίως εξαιτίας δικών της χειρισμών. Σίγουρα πάντως δεν εφαρμόζει αριστερή πολιτική και ακόμα πιο σίγουρα επιδίδεται σε τακτικισμούς και επικοινωνιακά τεχνάσματα με πρακτικές που διχάζουν κοινωνικά και ρητορείες μετάθεσης ευθυνών στους άλλους.

Η κατάσταση στην αγορά εργασίας;

Η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι δραματική σε όλες τις όψεις της. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας είναι κοντά στο 23%. Αν λάβουμε υπόψη μας εναλλακτικούς δείκτες εκτίμησης του ποσοστού ανεργίας που αποτυπώνουν πληρέστερα την κατάσταση της αγοράς εργασίας και που λαμβάνουν υπόψη τους ανέργους, τους αποθαρρημένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση, τότε αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%. Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση.

Ο συνδικαλισμός έχει απαξιωθεί. Οι εργαζόμενοι δεν ακολουθούν τα εργατικά συνδικάτα. Πού το αποδίδετε;

Εξακολουθώ να πιστεύω ότι στην εποχή της μεγάλης αποπολιτικοποίησης και του μηδενισμού των πάντων, τα συνδικάτα είναι η δύναμη του κόσμου της μισθωτής εργασίας και είναι εδώ. Τραυματισμένα μεν, αλλά όρθια και με εμπειρίες και δυνάμεις που δεν επιτρέπουν να αγνοούν τις δυσκολίες που διαμορφώνει η εθνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Προχωρούν και θέλουν να αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο και σαφή ρόλο για τις κοινωνικές, πολιτικές εξελίξεις. Εχουμε όμως πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορούμε να υπερβούμε και να αναλάβουμε τον ρόλο που ανήκει στα πολιτικά κόμματα. Οπως δεν θα πρέπει και τα κόμματα να συμπεριφέρονται ως συνδικάτα αλλά ούτε ως αναλυτές και εκτιμητές γεγονότων.

Ποια είναι η πρόταση της ΓΣΕΕ για την έξοδο από την κρίση;

Για τη Συνομοσπονδία η βιώσιμη έξοδος της οικονομίας από τη λιτότητα, την ύφεση και την κρίση χρέους, αλλά και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος προϋποθέτουν την υλοποίηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου του οποίο θα έχει ως βάση την απασχόληση, τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος και την επίτευξη βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων. Εχουμε καταθέσει πολλές προτάσεις για το πώς η χώρα θα μπορούσε να δημιουργήσει βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα μέσω της απασχόλησης.