Ας πάρουμε το ιδανικό σενάριο. Ή, τουλάχιστον, το λιγότερο καταστροφικό, εδώ που βρισκόμαστε. Την ερχόμενη Τρίτη οι εκπρόσωποι των δανειστών ξεκινούν στο Χίλτον έναν νέο γύρο διαπραγματεύσεων, ο οποίος θα οδηγήσει –κάποια στιγμή –σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση για τα μέτρα, που ονομάζονται πλέον μεταρρυθμίσεις.
Στο τραπέζι μπαίνει ένα πακέτο 2% του ΑΕΠ στη χειρότερη περίπτωση, 1,5% στην καλύτερη. Από 2,7 έως 3,6 δισ. ευρώ. Το μέγεθος του πακέτου είναι υπό διαπραγμάτευση.
Σε αντιδιαστολή με όλα τα προηγούμενα χρόνια, όπου η συζήτηση γινόταν για μέτρα άμεσης εφαρμογής, το νέο πακέτο δεσμεύει τη χώρα για το μέλλον, όταν θεωρητικά το Μνημόνιο θα έχει τελειώσει. Ηταν μια από τις κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης. Δεν είναι πλέον.
Τα μέτρα εκτείνονται, σύμφωνα με κυβερνητικές διαρροές, έως το 2025 όσον αφορά τις συντάξεις. Οι περικοπές θα γίνουν σταδιακά στο διάστημα 2020-25. Η μπάλα αποστέλλεται στην επόμενη (ή τις επόμενες) κυβέρνηση, η χώρα όμως δεσμεύεται από τώρα πρακτικά με ένα νέο Μνημόνιο. Μακράς διαρκείας.
Η αρχική συμφωνία ισοδυναμεί με εκχώρηση της άσκησης οικονομικής πολιτικής στους δανειστές, ακόμα και στη μετά Μνημόνιο εποχή, στον βαθμό που έρθει αυτή η εποχή, στα μέσα του 2018.
Το τυπικό τέλος του Μνημονίου, άλλωστε, δεν είναι δεδομένο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παρότι αγόρασε χρόνο, προσφέροντας παράλληλα το απαραίτητο περιθώριο πολιτικών ελιγμών στην καγκελάριο Μέρκελ, εξακολουθεί να παραμένει «δεσμευμένο» υπό τις γνωστές προϋποθέσεις (τα μέτρα τώρα και το χρέος το 2018) στο ελληνικό πρόγραμμα.
Αργά ή γρήγορα, η τυχόν απόφασή του για χρηματοδοτική συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα θα σημάνει και την απαραίτητη υπογραφή του δικού του Μνημονίου.
Με υπογραφή
Κάθε φορά που η Ελλάδα, στα χρόνια του Μνημονίου, συνάπτει μια χρηματοδοτική σύμβαση με την ευρωζώνη και το ΔΝΤ, υπογράφει δύο διαφορετικά κείμενα.
Το ένα τιτλοφορείται Memorandum of Understanding και είναι το Μνημόνιο με την Ευρώπη. Το δεύτερο τιτλοφορείται Memorandum of Economic and Financial Policies και είναι το Μνημόνιο του ΔΝΤ.
Τα δύο κείμενα είναι σχεδόν ταυτόσημα. Μόνο που τώρα το Μνημόνιο με την Ευρώπη τελειώνει στα μέσα του 2018, το Μνημόνιο με το ΔΝΤ δεν έχει καν υπογραφεί. Παραδοσιακά, οι συμβάσεις χρηματοδότησης του ΔΝΤ έχουν διάρκεια τριών ετών. Θα μπορούσε, αναφέρει πηγή με γνώση των διεργασιών, η διάρκειά του να περιοριστεί στους 12-18 μήνες; Αγνωστο επί του παρόντος.
Ακόμα και έτσι όμως, η οικονομική πολιτική των επόμενων πολλών ετών θα προσυμφωνηθεί τώρα. Αυτό δέχθηκε η ελληνική κυβέρνηση στο Eurogroup, όταν είπε ναι σε μέτρα τα οποία θα αρχίσουν να εφαρμόζονται από το 2019 και ενδεχομένως (ιδίως στην περίπτωση των συντάξεων) θα φτάνουν έως το 2025. Πηγές των δανειστών, άλλωστε, θυμίζουν την επιστολή Τσακαλώτου λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά, όταν δεσμεύθηκε ότι η κυβέρνηση δεν θα προχωρήσει ξανά χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών σε κοινωνικά μερίσματα ή άλλες ελαφρύνσεις που θα προκύψουν από την υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτά είναι τα λεγόμενα αντίμετρα και θα είναι προσυμφωνημένα.
Πόσο κοστίζουν
Το πακέτο των μελλοντικών μέτρων είναι βαρύ. Οι δανειστές ξεκινούν τις συζητήσεις στη βάση παρεμβάσεων δημοσιονομικής απόδοσης 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. ευρώ από το αφορολόγητο και 1,8 δισ. ευρώ από τις συντάξεις.
Το κυβερνητικό παζάρι φέρνει στο προσκήνιο εξοικονομήσεις 0,75% από το κάθε μέτωπο ή κάτι λιγότερο από 1,4 δισ. ευρώ από αφορολόγητο και άλλα τόσα από τις συντάξεις, βάζοντας στο τραπέζι και προσδοκώμενες εξοικονομήσεις 0,5% του ΑΕΠ από το λεγόμενο spending review, τη σάρωση δηλαδή όλων των δημόσιων δαπανών των υπουργείων, την οποία τρέχει ήδη το επιτελείο του Γιώργου Χουλιαράκη.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος παραδέχθηκε χθες στη Βουλή ότι «κάποιοι θα χάσουν», υποστηρίζοντας όμως ότι παράλληλα κάποιοι άλλοι θα κερδίσουν με τα αντίμετρα τα οποία θα διαπραγματευτεί η κυβέρνηση.
Σε αντιδιαστολή με τις συντάξεις, όπου επιχειρείται το βάρος των μεγαλύτερων περικοπών να τις υποστούν σταδιακά οι έχοντες ακόμα σχετικά υψηλές συντάξεις, η μείωση του αφορολογήτου θα κοστίζει ακριβά στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Αν το αφορολόγητο υποχωρήσει στα 5.900 ευρώ, όπως είναι το βασικό σενάριο των δανειστών, ένας μισθωτός χωρίς παιδιά, με εισόδημα 7.000 ευρώ, θα κληθεί να πληρώσει 242 ευρώ για φόρο εισοδήματος. Σήμερα έχει μηδενική φορολογική επιβάρυνση.
Αν είναι συνταξιούχος, ακόμα χειρότερα. Παράλληλα με τη μείωση του αφορολογήτου θα βρεθεί αντιμέτωπος με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς.
Στη ζώνη των 11.000 ευρώ ετήσιου εισοδήματος, ο συνταξιούχος με τις μηνιαίες αποδοχές των 920 ευρώ θα χάσει κάτι παραπάνω από 161 ευρώ από τη σύνταξη αν καταργηθεί η προσωπική διαφορά, ενώ απειλείται με υπερδιπλασιασμό του φόρου εισοδήματος. Σήμερα στα 11.000 ευρώ εισοδήματος αντιστοιχεί φόρος 520 ευρώ, ενώ με μείωση του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ ο φόρος εισοδήματος κάνει άλμα στα 1.122 ευρώ, εφόσον παραμείνει ο χαμηλός συντελεστής στο 22%.
Προς το παρόν, όλα τα παραπάνω είναι σενάρια. Σύντομα, όμως, εφόσον κλείσει η διαπραγμάτευση, θα πρέπει να αποτελέσουν νόμο του κράτους. Ενδεχομένως με κάποιες παραλλαγές.