Στο μεγαλύτερο μέρος της Μεταπολίτευσης, τα μέσα ενημέρωσης, και ο Τύπος ιδιαίτερα, ήταν από τους πιο αξιόπιστους θεσμούς της κοινωνίας μας. Σε αυτή τη «χρυσή εποχή», διακεκριμένοι δημοσιογράφοι αποτελούσαν σεβαστές προσωπικότητες. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι όσες φορές αποφάσιζαν να εισέλθουν στον πολιτικό στίβο κατελάμβαναν τις πρώτες προτιμήσεις των ψηφοφόρων.

Σήμερα, τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έχουν εισέλθει σε πορεία απομάγευσης. Ολο και περισσότεροι πολίτες δηλώνουν ότι δεν τα εμπιστεύονται. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η μείωση της αξιοπιστίας συνοδεύθηκε από την έλευση των ψηφιακών μέσων, την επέλαση της δημοσιογραφίας των πολιτών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που εκτός των άλλων οδήγησαν στον κατακερματισμό όχι μόνον της ειδησεογραφίας, αλλά και της δημοσιογραφίας, η οποία όλο και περισσότερο «αυτοματοποιείται».

Καθώς το τοπίο της ενημέρωσης κατακερματίζεται, τα μεγάλης εμβέλειας μέσα ενημέρωσης δέχονται συχνά επικρίσεις από πολιτικούς, κρατικούς αξιωματούχους, ακτιβιστές, μελετητές ή και νεότερα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η αξιοπιστία των ΜΜΕ έχει τεθεί σε καθεστώς μόνιμης αμφισβήτησης. Ταυτόχρονα δέχονται συνεχή κριτική, ενώ καλούνται να ανταγωνιστούν μέσα που λειτουργούν στη λογική της «κουλτούρας του τζάμπα» ή οικειοποιούνται το περιεχόμενό τους.

Βρισκόμαστε τελικά σε σημείο παρακμής της ενημέρωσης; Στο παρελθόν οι δημοσιογράφοι ήταν ισχυροί φύλακες της δημοκρατίας, διατηρούσαν υψηλά πρότυπα πολιτικού λόγου (οι περισσότεροι έγραφαν καλά ελληνικά) και επέκριναν την ανάρμοστη συμπεριφορά των κρατικών αξιωματούχων (όταν μπορούσαν βεβαίως).

Στις μέρες μας οι δημοσιογράφοι όχι μόνο δεν χαίρουν της εμπιστοσύνης του κοινού, αλλά λόγω της διάδοσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κινδυνεύουν να γίνουν «ακόλουθοι» παρά «καθοδηγητές». Ετσι, στην πράξη αφήνουν τον πολίτη ανυπεράσπιστο στους απανταχού λαϊκιστές. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τελευταίοι χρησιμοποιούν εντόνως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, των οποίων οι χρήστες τις περισσότερες φορές έχουν εθιστεί στα τσιτάτα των ποστ, στα κλικ και στα λάικ, δημιουργώντας μια δυναμική που το πεδίο της ενημέρωσης είχε να συναντήσει από την εποχή της μεγάλης απήχησης των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων.

Είναι αναστρέψιμη αυτή η κατάσταση και η δημοσιογραφία να επιστρέψει στη θέση της; Μπορεί ως χώρα να μην είχαμε ποτέ ουδέτερο Τύπο ούτε να ήμασταν λάτρεις του Τύπου, αφού οι εφημερίδες ουδέποτε απέκτησαν μαζικότητα με την πλήρη έννοια του όρου, αλλά είχαμε κάποιας μορφής σοβαρή δημοσιογραφία. Σήμερα, όλα ανάγονται στο επίπεδο της σκανδαλοθηρίας, του εντυπωσιασμού και της παρασκηνολογίας. Στις  εφημερίδες, και ιδίως στους ιδιοκτήτες τους, αξίζει να γίνονται αποδέκτες ενός τόνου επικρίσεων, ιδίως για το γεγονός ότι δεν ενδιαφέρθηκαν να δημιουργήσουν συνήθειες ανάγνωσης στις νεότερες γενιές, αλλά δεν τους αξίζει η περιφρόνηση και η αμφισβήτηση που δέχονται συστηματικά.

Πολλοί επικρίνουν τον Τύπο ότι δεν είναι πολιτικά ανεξάρτητος. Αλήθεια, πότε ακριβώς ήταν; Μήπως τα ψηφιακά μέσα και τα μπλογκ είναι περισσότερο ανεξάρτητα από τις εφημερίδες; Συχνά υποστηρίζεται ότι οι εφημερίδες και οι εκδότες τους ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις, αλλά παραβλέπεται ότι οι πολιτικοί με διάφορες ρυθμίσεις και δάνεια πάντα ήλεγχαν τον Τύπο και τους εκδότες. Οσο για το κοινό, αξίζει να σημειωθεί ότι όποτε ο Τύπος και η τηλεόραση προσέφεραν σοβαρή ενημέρωση, οι κυκλοφορίες και τα ποσοστά τηλεθέασης μειώνονταν.

Ομως τα περισσότερα ψηφιακά μέσα, ιδίως στην Ελλάδα, θα ήταν άχρηστα χωρίς το πρωτότυπο περιεχόμενο των παραδοσιακών ΜΜΕ. Οι εφημερίδες δεν πρέπει να ανησυχούν για τον ανταγωνισμό από τα κοινωνικά μέσα, αλλά να εστιάσουν στην παραγωγή περιεχομένου, κάτι που ξέρουν καλύτερα από όλους. Κι όσοι χρησιμοποιούν το περιεχόμενό τους για να έχουν διαδικτυακούς επισκέπτες, ας το πληρώνουν, όπως αντίστοιχα έκαναν οι βιβλιοθήκες με τις συνδρομές των εντύπων που προσέφεραν στους αναγνώστες τους. Οσοι τέλος θαυμάζουν και επικαλούνται το μοντέλο των «New York Times» και τη μετακίνηση ενός μέρους των αναγνωστών/ συνδρομητών τους στην ψηφιακή έκδοση, λησμονούν ότι είναι ανεφάρμοστο για τον απλό λόγο ότι οι εγχώριες εφημερίδες ουδέποτε ανέπτυξαν πελατολόγιο συνδρομητών, όπως έκανε η συνδρομητική τηλεόραση, ακόμη και στην Ελλάδα.