Ευλογημένη σύμπτωση η ανακάλυψη μιας παλιάς φωτογραφίας του περίβλεπτου νησιού της Μύκονος (1895), πιθανόν από γάλλο αρχαιολόγο της Δήλου, όπου εικονίζεται η Σκάρπα ή Κάστρο, γνωστό στην τουριστική ιδιόλεκτο ως «Little Venice», και μαζί ενός συνομήλικου κειμένου σπάνιας λογοτεχνικής ευμορφιάς με παπαδιαμαντικές αποχρώσεις και ροϊδικούς απόηχους, ίσως η λυρικότερη, η νοσταλγικότερη ωδή, για το ευλογημένο –καταραμένο κατ’ άλλους -, τυχερό-άτυχο κυκλαδίτικο νησί. Πρόκειται για το «Εις την νήσον» του μυκονιάτη δημοσιογράφου και συγγραφέα Σπυρίδωνα Παγανέλη (1852-1933), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία το 1896 και σύντομα θα εκδοθεί σε κομψό τομίδιο από την Ινδικτο.
Διαβάστε Επίσης
«Εις την γόησσαν νήσον εν έτει 1895»
Κάθε τόπος – ελληνικός Ή ξένος – έχει τους διασώστες του. Από τη Θράκη ώς την Ιεράπετρα και από την Κέρκυρα ώς τη Χίο – εξαίρεση δεΝ αποτελεί ούτε το «ελάχιστο» Τρίκερι στο ακρότατο σημείο του Παγασητικού. Επόμενο λοιπόν η ηχηρή Μύκονος να έχει προκαλέσει ένα μέγιστο ενδιαφέρον για τον ακαταπόνητο διασώστη της, τον ποιητή και πεζογράφο Παναγιώτη Κουσαθανά που φτάνει με τις έρευνές του στο, για άλλους λόγους, παγκοσμίως γνωστό νησί, ως το απώτατο βάθος της ιστορημένης του ζωής
Την πατρότητα των πρώτων φωτογραφιών της Μυκόνου (1885-1890) κατέχει ο νεαρός Νικηφόρος, γυιος του καραβοκύρη Λαμπριανού Αμπανόπουλου (1824-1883), σωτήρα των αναξιοπαθούντων πληβείων, που το γαίμα τους είχαν ρουφήξει οι βδέλλες των τοκογλύφων αρχόντων του τόπου. Στα 1902, ο αρχαιολόγος Δημήτριος Σταυρόπουλλος (1872-1919), ο «κύριος έφορας» με τα επτά «αρχαία» παιδιά (Εσπερο, Ιωνα, Φοίβο, Νικία, Σαπφώ, Λητώ και Περικλή), τεχνούργησε ένα λεύκωμα για τη «φίλη πατρίδα», όπου είχαν κιόλας προδρομικά ξεκινήσει οι «προοδευτικές» αλλαγές, καθ’ όσον η «γόησσα νήσος», η φιλό-ξενη, ανέκαθεν πρωτοπορούσε και συνεχώς εσκανδάλιζε. Σήμερα, με την απόσταση επτά δεκαετιών από το συστηματικό ξεκίνημα του τουριστικού ρεύματος, το τίμημα της ιδιαιτερότητας και της «επιτυχίας» του νησιού αποδείχνεται δυσβάστακτο: η μουσική της αρχιτεκτονικής και της φύσης του, καθώς και η ανθρωπογενής, πολυποίκιλη, αλλά πάντα μετρημένη αρμονία του διασαλεύτηκαν από την αλλοσούσουμη κι ασήκωτη για τα ούφια του τουριστική μάζα. Η καθημερινή αποδόμηση, η άπληστη αποψίλωσή του γίνονται οσημέραι εμφανέστερες, καθώς θηριώδη χρηματικά ποσά διακυβεύονται στο όνομά του. Η αγνωμοσύνη, η αστοργία, η ωμότητα ορισμένων επήλυδων και γηγενών προς τον απλόδωρο, τον μπερκετιλή τόπο είναι τόσο αχαρακτήριστες, που διαφαίνεται ότι είναι ζήτημα ολίγου πλέον χρόνου να επισυμβεί το «μοιραίον». Η Μύκονος έπρεπε να προστατευθεί σαν ζοβαέρι, αντ’ αυτού αφέθηκε αβοήθητη στην υβριστική αχορταγιά και τη ματαιοδοξία του κάθε ηλίθιου σκατά, «αρετές» που όσο πίνεις από το θαλασσινό νερό τους, όλο και θεριεύει η δίψα εντός σου, κι άντε να ξεδιψάσεις μετά. Τι κι αν οι θεοί τελικώς «βροντάουσιν επί τας κεφαλάς των αχαρίστων»; Την τετελεσμένη καταστροφή, που μεγάλο μερίδιό της δικαίως χρεώνονται οι ντόπιοι κι οι καντζιλιέρηδές τους, τίποτε δεν την αλλάζει. Σημειώνω εδώ κάποιες καίριες επισημάνσεις για την εν λόγω φωτογραφία κι ο επαρκής θεατής της ας κάνει τις εδικές του «στοχαστικές προσαρμογές», ας απορήσει, κλάψει ή χαρεί –καθαείς κατά το έχει και το σεντεμεντέ του:
Στο βάθος, λάμπει ατσαλάκωτη η δαντέλα των κορυφογραμμών, που τόσο λίγο τη σεβάστηκε η εποχή μας. Χαμηλά, τ’ αλίπληκτα Ταμπάκικα σύρριζα στη θάλασσα, που ξεπλένει ρυπαρότητες, αμαρτίες κι είναι το ρεμέντιο για τη θεραπεία σώματος και ψυχής. Ζερβά, στη βορειοδυτική άκρη του Κάστρου επιπλέουν τα ερείπια του Καστριανού Μύλου και στα θεμέλια του Λαογραφικού Μουσείου ο δυναμικός άμα τε και ρομαντικός Βασίλης Κυριαζόπουλος θα ανακαλύψει αργότερα σαν σε παραμύθι το «Πηγάδι του Μερμελέχα», του μυκονιάτη πειρατή, που όταν παροπλίστηκε στα 1830, γίνηκε πρώτα φούρναρης κι ύστερα «μόρτης», μαθές αθάνατος-θνητός νεκροθάφτης του νησιού.
Από τις στέγες και τα καμαριά των σπιτιών εξέχουν οι τρεις ψηλότερες κορυφές της Χώρας: Ζερβά, η άσπρη περιστερά της Παραπορτιανής, όπου σε περίκλειστους καιρούς «κουτών συσχετισμών» έβρισκε υπό τις φτερούγες της καταφύγιο ο βιαστικός, κυνηγημένος έρως. Στο κέντρο, διακρίνονται τα δυτικά νώτα της Αγίας Μονής, που ο λόφος της αλόγιστα κατεδαφίστηκε το 1901. Η αιτία; Οι προνοητικοί ισχυρίζονταν ότι τα ερείπιά της ήταν κίνδυνος-θάνατος για τους διαβάτες και οι πονηρολοημένοι πίστευαν πως στο θεμέλιό της θα έβρισκαν εξάπαντος τα θαμμένα κιούπια με τα φλουριά των αρχόντων και των δεσποτάδων, προτού ξαναγυρίσουν βουρβούλακες να τα διεκδικήσουν για τις ανάγκες του Κάτω Κόσμου. Ωστόσο, ο χρόνος έδειξε ότι η χρυσή μονέδα για τη Μύκονο δεν ήταν άλλη από την εμπορεύσιμη, την εξαιρετικά κερδοφόρα κυρα-Ομορφιά της, που βγήκε στο σφυρί, κατακυρώθηκε κι έκτοτε ροκανίζεται ανηλεώς κι ακαταπαύστως. Κι όμως, ένα μέρος της –ω του θαύματος! –παραμένει αδαπάνητο –ώς πότε;
Δεξιά, ο επιβλητικός τρούλος του Αϊ-Γιάννη της Μπαρκιάς ή του Σχωρεμένου, μια από τις διασωθείσες εκκλησίες από τον βίαιο άνεμο του απειρόκαλου, χυδαίου νεοπλουτισμού λαϊκών και ιερωμένων. Καβάλα στο κύμα αρμενίζουν τα καραβοκύρικα σπίτια με τα μπουντιά, τους κάπασους, τα πειρατικά κρησφύγετα και τους κρυψώνες της άνομης λείας. Σ’ ένα από αυτά ο Καραγάτσης συντόνισε τους ερωτικούς σφυγμούς κι αναστεναγμούς της Μεγάλης Χίμαιρας με το λίκνισμα και τους βρυχηθμούς των κυμάτων, ανατολικότερα ο Αντρέας Καραντώνης καμάρωσε από το παραθυράκι τού πουνέντε ανάσκελη τη φάλαινα του Νησιού του Μπάου να λιάζεται παραδομένη στον ήλιο, πιο νοτινά έζησε κι απόθανε ο περίφημος αόμματος «Συγκολλητής» των αγγείων του «Βόθρου Καθάρσεως» της Ρήνειας, Γιώρης Πολυκανδριώτης (1874-1965), σταβέντο μεριά πάνω από το κύμα είναι θαμμένος ο Μερμελέχας (1791-1854), παραδίπλα είχε το εργαστήρι του ο «ελάχιστος εκ Μικώνου» αγιογράφος Χριστόδουλος Καλέργης (1670-1747), καρσί στα νώτα της Δημαρχίας, που ήταν κάποτε το παλάτι του Ρώσου Κόντε, το Σχολειό του Μαύρου όπου επί έναν αιώνα μάθαιναν γράμματα τα Μυκονιατόπουλα, ο Παγανέλης, ο Σβορώνος, ο Κονσολόπουλος, ο Μορφινός, ο Πανάγος, η Μέλπω…
Σπίτια και κατώγια έχουν αλλάξει το φυσικό τους, γίνανε μπουτίκες, μπαρ, χρυσοχοεία, εστιατόρια, όλα του συβαριτισμού, όλα της ματαιοδοξίας και της Υψηλής Κλανιάς. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, στην εποχή της απατηλής παγκοσμιοποίησης που παλιά την έλεγαν «κοσμοπολιτισμό», κάθε δειλινό βγάζουν φως και «φωτιά τα παραθύρια της Αλευκάντρας»! Αναμείξ κι αδιακρίτως τουριστικά σουβενίρ και τραυματισμένες μνήμες –ένα κουβάρι. «Θέλει ο ξένος να πάρει την καρέκλα σου οπού κάθεσαι; εξάπαντος θα τήνε πάρει, έχει, έχει πράμα μπόλικο, κι όλα, όλα πουλιούνται, όλα, όλα» –η απεγνωσμένη κραυγή της Μέλπως (1965) για την προσοδαρμένη, την τρυπωμένη ψυχή του νησιού αντηχεί ακόμη. Στο κενό!
Ιδού, τέλος, προς απάλυνση και παραμυθία ένα μικρό δείγμα της μελίρρυτης γραφής του Παγανέλη, που μολογά όσα δεν χώρεσαν στα δικά μου παραλαλήματα:
«Εάν η ευτυχία ηδύνατο να δοθή εις τον άνθρωπον, βεβαίως θα ήμην ευτυχής εν τω ησύχω βίω, όν διήλθον εις την νήσον. Είχον λησμονήσει και λησμονηθεί. Το αφρίζον κύμα όπερ υπό αενάου ανέμου κεντριζόμενον ερρόχθει αδιαλείπτως εις τας παραλίας και τους βράχους με είχε παντελώς απομονώσει από του κόσμου. Διετέλουν εις είδός τι ευτυχούς αναισθησίας, και μόνον η θάλασσα, οι αιγιαλοί, αι μικραί χαράδραι, οι πετρώδεις λοφίσκοι και βουνοί, ο φωτεινός ουρανός, το διάστερον στερέωμα, η φύσις μόνη με απησχόλει, εν τη ευφροσύνω θέα και τω ύψει της απολαύσεώς της. Ξένος προς τον κόσμον, αλλότριος εις πάσαν μέριμναν, εν πλήρει ηθική επαρκεία διατελών, ήνοιγον ακορέστως τους πνεύμονάς μου εις την πνοήν του δροσερού πνεύματος, και ανέπνεον, ανέπνεον απλήστως. Υπερθεν λαμπρώς ηκτινοβόλει ο ήλιος· έμπροσθεν κυανή εσαλεύετο η υγρά των θαλασσών έκτασις, και πέριξ γελόεσσα η φύσις, εξέχεε παρά πάσαν την ξηρότητα αυτής, βαθύ και γλυκύ θέλγητρον ούτινος την δύναμιν και το μυστήριον αδυνατώ να ερμηνεύσω. Πριν λυθώσι τα ύστατα της αμφιλύκης χρώματα εις την δύσιν, αραιώς εκράτει έτι βαθύ αλουργίδος χρώμα. Και τότε αισθανόμενος αλισκομένην την ψυχήν μου υπό ηπίας μελαγχολίας, ουδέν εχούσης το άγριον, προσανέβαινον την οδόν καθ’ ην ώρα τα φώτα κατεσπείροντο εις την πόλιν. Πόσον ήτο ωραίον! Αναφθείς ήδη, εφαίνετο ο περιστροφικός της Σύρου φανός, και εις τον βορράν, από του βράχου του Αρμενιστή, εξεχέετο φωτεινόν κύμα καταχεόμενον αδρώς από του φερωνύμου φάρου της νήσου. Ο μικρός ερυθρός φανός της προκυμαίας έρριπτε και αυτός το ασθενές φως του. Εκτρέφων τας απροσδιορίστους ψυχικάς αλγηδόνας μου, εχώρουν πάντοτε προς την πόλιν. Η νυξ είχε φιμώσει τους ανέμους, και οι άνεμοι φιμωθέντες είχον φιμώσει τα κύματα. Γαλήνη ηπλούτο εις την γοητευτικήν εικόνα της εσπέρας. Εάν ήτο δυνατόν, μεταπηδώσα από της φύσεως η γαλήνη εκείνη να εισήρχετο και εις την ψυχήν όλων εκείνων, οίτινες την στερούνται, και την ζητούσι πανταχού χωρίς ουδαμού να την ευρίσκωσι!…».