Η τέχνη, όπως και η ζωή, έχει πολλές επιλογές. Για παράδειγμα, μπορεί να βιώνεις τη βαρβαρότητα και να μη μιλάς. Και μπορεί να πληρώσεις ακριβά την κραυγή σου. Ο Νίκος Κούνδουρος με σχεδόν μυθιστορηματικό τρόπο περπάτησε μια μέρα στις φαβέλες από τσίγκο στο Δουργούτι. Σχεδόν αμέσως του γεννήθηκε η ιδέα μιας ταινίας με φόντο ή άξονα την παραγκούπολη πίσω από του Φιξ στη Συγγρού. Κάτι που θα κάνει λίγο αργότερα σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη («Μαγική Πόλις»).
Βρισκόμαστε στο 1954. Την ίδια ώρα που ο κινηματογράφος επιχειρεί να εφορμήσει στα ανερχόμενα σαλονάκια και να τα κάνει σκηνικά του, ο Κούνδουρος επιστρέφει στο χώμα της λαϊκής γειτονιάς. Στη ζωή των κολασμένων. Πέντε χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου και κατά τη συγκυρία που οι Αμερικάνοι λαμβάνουν επίσημα την επιτροπεία της χώρας από τους Βρετανούς, η Ελλάδα μοιάζει να βιώνει την απόλυτη κοινωνική μετάβαση. Οι καλλιτέχνες, αναπόφευκτα, ως ευαίσθητες χορδές του καιρού, στέκουν στη μια ή την άλλη πλευρά της θέασης του κόσμου. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως συχνά δεν μετεωρίζονται. Είναι όμως αξιοσημείωτη η επιλογή του αστού Κούνδουρου να εμπλακεί και να μιλήσει ή απλώς να φωτίσει τους «απ’ τα κάτω». Μια επιλογή που διατρέχει όλο το πρώιμο έργο του με κορύφωση τον αριστουργηματικό «Δράκο» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο (1956). Μια πραγματεία πάνω στην αμερικανική επικηδεμόνευση πάνω απ’ όλα. Μια απλή ιστορία παρεξήγησης που εκτυλίσσεται σε έναν τόπο άρσης (σε ένα υπόγειο καμπαρέ).
Δεν έχει σημασία σήμερα να μιλήσουμε κριτικά για το έργο του μεγάλου Ελληνα που έφυγε την Τετάρτη στα 91 του χρόνια. Ούτε να σημειολογήσουμε τη φιλμογραφία του, που έτσι κι αλλιώς δεν μοιάζει ενιαία, αλλά εν πολλοίς ήταν δονούμενη από την κάθε φορά συγκυρία. Εχει σημασία όμως να ανατρέξουμε σε εκείνη τη νεανική, πρώιμη επιλογή του. Θητεύοντας ο ίδιος στο κολαστήριο της Μακρονήσου και ζυμωμένος με όλα τα κοινωνικά στρώματα, ανίχνευσε τη βασική αντινομία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Την υποχώρηση της αγροτικής ζωής και τη μοναξιά του πλήθους στην πόλη. Τη διαίρεση που χώριζε τους κόσμους. Την εθνικοφροσύνη που κινήθηκε αδιαίρετα με την επιτροπεία της χώρας, με το σχέδιο Μάρσαλ και την UNRRA. Ο Κούνδουρος λοξοκοίταξε στις ρωγμές αυτής της συναίνεσης και με την κάμερά του αποτύπωσε τον κόσμο και την αγωνία του για ζωή. Κι έχει πολύ μεγάλη σημασία πως το έκανε όντας ο ίδιος από την αντίπερα ταξική όχθη. Χωρίς ρεβανσισμό.