Η πρώτη ανατροπή έγινε στις προκριματικές εκλογές της Δεξιάς. Με όλα τα «στοιχήματα» -βασιζόμενα σε πλήθος δημοσκοπήσεων, διενεργηθεισών σε μεγάλο βάθος χρόνου –υπέρ του Ζιπέ (και με τον Σαρκοζί να θεωρείται ως μόνος φερέγγυος ανταγωνιστής του), ο Φιγιόν θριάμβευσε με εντυπωσιακό «φίνις».
Η δεύτερη προέκυψε στις αντίστοιχες προκριματικές της Αριστεράς. Ενώ εδώ όλες οι δημοσκοπήσεις τις εμφάνιζαν ως μάχη μεταξύ Βαλς και Μοντμπούρ, η τελική επικράτηση του Αμόν (της «ακροαριστερής» πτέρυγας των Σοσιαλιστών) υπήρξε περισσότερο από εμφατική.
Η τρίτη ανατροπή, μετά την οριστικοποίηση των βασικών υποψηφιοτήτων, υπήρξε δημοσκοπική. Από τη στιγμή που απέσπασε το χρίσμα της δεξιάς παράταξης ο Φιγιόν εθεωρείτο ήδη «εκλεγμένος» επόμενος πρόεδρος, πρόεδρος υπό προθεσμία, ούτε καν υπό αίρεση. Αφού μόνες εναλλακτικές επιλογές ήταν: Μια ισχυρή μεν και με δυναμική, αλλά μάλλον χωρίς προοπτική να καταστεί πλειοψηφική σε εθνική κλίμακα, ακροδεξιά/αντιευρωπαϊκή υποψηφιότητα. Ενας συνοδοιπόρος των σταλινικών κομμουνιστών. Και τα πολιτικά παιδιά ή αποπαίδια του Ολαντισμού. Μιας προεδρίας που είχε απογοητεύσει πολύ. Τόσο τους αριστερούς (πρωτίστως λόγω της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, καθώς όμως και του τρόπου της θέσπισής της, δηλαδή, ελλείψει πρόθυμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την νομοθέτησή της, με προσφυγή στη λεγόμενη «μέθοδο του 49&3», άρα παράκαμψη Βουλής και Γερουσίας). Οσο και τους συντηρητικούς εξαιτίας πολιτικών επιλογών που έγιναν με ιδεοληπτικά κριτήρια, όπως η μέχρι δημεύσεως της κερδοφορίας αντιαναπτυξιακή υπερφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, που στην πορεία κρίθηκε και αντισυνταγματική από το Συνταγματικό Δικαστήριο).
Ωστόσο, και αυτή η αρχική, υπέρ Φιγιόν, εκτίμηση/βεβαιότης σύντομα ανετράπη εντυπωσιακά: η ηθική απαξίωση του δεξιού υποψηφίου κατέστησε τον κεντρώο «αποστάτη» του Ολαντισμού, Μακρόν απόλυτο φαβορί για τη δεύτερη θέση. Μια θέση που με τα μέχρι σήμερα υφιστάμενα στοιχεία περίπου εγγυάται την τελική νίκη, αφού στον 2ο γύρο θα αντιμετωπίσει τη –στερημένη εφεδρειών και συμμαχιών: χωρίς δηλαδή το λεγόμενο «potential d’alliances» –Μ. Λεπέν. Εχει όμως, πράγματι, κριθεί η 2η θέση; Ουδέν ανασφαλέστερο, πιστεύω, όπως δείχνουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των τριών διεκδικητών της. Ας τα ιχνηλατήσουμε.
Μπενουά Αμόν
Αντιμετωπίζει στον χώρο που απευθύνεται τον ανταγωνισμό του Μελανσόν. Οσοι προσβλέπουν σε απόσυρση αυτού του τελευταίου πιθανότατα θα διαψευσθούν γιατί αγνοούν την κουλτούρα των γάλλων Κομμουνιστών. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί πως ο επίσημος υποψήφιος των Σοσιαλιστών κατάφερνε, ριζοσπαστικοποιώντας ακόμη περισσότερο τις θέσεις του, να αποσπάσει από τον βασικό ανταγωνιστή του μέρος της αριστερής εκλογικής βάσης, πάλι δύσκολα θα πρώτευε στην «κούρσα των τριών»: όχι μόνο γιατί μετά την αποτυχημένη προεδρία Ολάντ τα αριστερά πειράματα είναι πλέον αντιδημοφιλή. Αλλά και γιατί οι ανταγωνιστές του θα αναδείξουν τον εφιαλτικό για όλη την Ευρώπη κίνδυνο, με αυτόν ως αντίπαλο, η Λεπέν να εκλεγεί (αφού πάμπολλοι μετριοπαθείς ψηφοφόροι θα επιλέξουν σε αυτό το ενδεχόμενο την αποχή, ενώ η δεξαμενή ψηφοφόρων της υποψήφιας του Εθνικού Μετώπου εμφανίζεται εξαιρετικά συμπαγής και μη συμπιέσιμη).
Εμανουέλ Μακρόν
Και αυτός, όπως και ο Αμόν, βραχύβιος υπουργός του Ολάντ και στη συνέχεια επίσης αποστάτης του Ολαντισμού, θα έχει δυσκολίες.
Κατά πρώτον, δεν διαθέτει καμία σοβαρή κομματική στήριξη. Αυτό το «αντισυστημικό» στοιχείο μέχρι τώρα λειτούργησε υπέρ του, στην τελική ευθεία όμως ίσως αποδειχθεί σοβαρό έλλειμμα. Δεύτερον (συνέπεια του προαναφερομένου), ως πρόεδρος πιθανότατα θα στερείται φίλιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αρα θα δυσκολεύεται να προωθήσει την οιαδήποτε πολιτική, κάτι που οι ανταγωνιστές του αυτονόητα δεν θα παραλείψουν να αναδείξουν προεκλογικά. Τρίτον, έχει τεράστιο έλλειμμα πείρας: ουδέποτε είχε καθέξει –ούτε καν διεκδικήσει –αιρετό αξίωμα, η δε βιολογική του ηλικία είναι περίπου ίση με τον κοινοβουλευτικό βίο του Φιγιόν. Στις μεταξύ τους τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις –ξεκινάνε στις 20 Μαρτίου –αυτό δεν θα φανεί; Ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής; Τέταρτον, βρίσκεται πλέον στην ανάγκη να αρνείται την ιδιότητα του ομοφυλόφιλου, που του αποδίδεται τελευταία και αυτό δεν συνιστά πλεονέκτημα ούτε για τους ομοφυλόφιλους ούτε για τους ετεροφυλόφιλους. (Αρκετοί Γάλλοι, μάλιστα, θεωρούν πως η ιδιότητα αυτή εξηγεί τον γάμο του με την κατά 25 χρόνια μεγαλύτερη σύνευνό του). Τέλος, δε, πέμπτον, η σημερινή Γαλλία, πλειοψηφικά, βρίσκεται δεξιότερα ακόμη και από το δικό του κεντρώο/κεντροαριστερό στίγμα.
Φρανσουά Φιγιόν
Παρά τις εξελίξεις, διατηρεί ατού όχι ευάριθμα, ενώ κάποια αντικειμενικά δεδομένα εξακολουθούν να τον ευνοούν. Ειδικότερα:
1. Εφόσον σήμερα, μεσούσης της «θύελλας», δημοσκοπικά δεν υπολείπεται πολύ του Μακρόν, εύλογα μπορεί να πιθανολογηθεί ότι στο εγγύς μέλλον, όταν ξανακυριαρχήσει η συζήτηση για προγράμματα, θα αντιμετωπίσει μια ευνοϊκότερη συγκυρία.
2. Μολονότι η δημοφιλία του κατέρρευσε σχεδόν στο μισό, η υπέρ του πρόθεση ψήφου, στη χειρότερη στιγμή, έπεσε μόλις πέντε – έξι μονάδες. Αρα αρκετοί ψηφοφόροι δείχνουν διατεθειμένοι να τον ψηφίσουν, έστω και χωρίς να τον εκτιμούν ως προσωπικότητα, ίσως ακόμη και «κρατώντας τη μύτη τους», για λόγους καθαρά πολιτικούς.
3. Ορισμένοι Γάλλοι βλέπουν το ηθικό ποτήρι μισογεμάτο, θεωρώντας πως τα «φτωχοπροδρομικά» ατοπήματά του αποδεικνύουν ότι τα πολλά χρόνια της υπουργίας και της πρωθυπουργίας του δεν έκανε κάποια μεγάλη κατάχρηση. Αλλωστε, σε αντίθεση με τους προτεσταντικούς λαούς, οι κάτοικοι του «Εξαγώνου» έχουν σχετικά εξοικειωθεί με μια ηθική ελαστικότητα της πολιτικής ζωής: ελάχιστοι πρόεδροι, μετά τον Ντε Γκολ και τον Πομπιντού, δεν είχαν –ή δεν κινδύνευσαν να έχουν –ποινικές εμπλοκές.
4. Το χρονικό σημείο δημοσιοποίησης των οικογενειακών διορισμών, πιθανότατα αργομισθιών –μάλιστα για την «αποζημίωση» της συζύγου του, που τη μια ημέρα την απέλυσε από τα Γερουσία και την άλλη την προσέλαβε στη Βουλή, δεν υπάρχει καν το «πιθανότατα» –εξανάγκασε τους ισχυρούς παράγοντες του κόμματός του να μην αποσύρουν την υποστήριξή τους προς την υποψηφιότητά του. (Αλλωστε ουδείς πρωτοκλασάτος προσφέρθηκε στο παρά ένα –και χωρίς τη νομιμοποίηση των ενδοκομματικών διαδικασιών –να πάρει τη σκυτάλη). Αρα διατηρεί τη στήριξη του ισχυρότερου σήμερα κομματικού οργανισμού στη χώρα.
Βέβαια ουδείς γνωρίζει τι θα συμβεί αν τελικά διωχθεί ποινικά (αφού, πλέον, δηλώνει πως δεν θα αποσυρθεί ούτε σε αυτό το ενδεχόμενο). Με τα σημερινά δεδομένα, ωστόσο, παρά τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, παρά τις ενεστώσες δυσκολίες και παρά την προφανή και πρωτοφανή ηθική του απαξίωση, εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι ο πιθανότερος νικητής: Στις εκλογές, όπως και στα σουπερμάρκετ, οι «πελάτες» επιλέγουν μεταξύ των προσφερόμενων «προϊόντων» αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες τους και όχι στις αισθητικές τους απαιτήσεις.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο