Η αιφνίδια επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι αποτέλεσμα της διεθνούς αστάθειας, των πολλαπλών αδιεξόδων της Τουρκίας και της δικής μας αδυναμίας.
Η διεθνής αστάθεια και η εσωστρέφεια των κρίσιμων δρώντων του διεθνούς συστήματος έχει αποχαλινώσει την Αγκυρα. Στις ΗΠΑ, η μετ’ εμποδίων συγκρότηση του επιτελείου εθνικής ασφάλειας έχει οδηγήσει σε κενό πολιτικής. Και πάντως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης. Στην Ευρώπη, ο εκλογικός κύκλος που ανοίγει αλλά και ο εκτροχιασμός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας αφήνουν λίγα περιθώρια παρέμβασης και επιρροής. Τέλος, η πολιτική Πούτιν, που επαναφέρει τις σφαίρες επιρροής και προκρίνει τη βία ή την απειλή χρήσης βίας στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, δημιουργεί πρόσφορο περιβάλλον για την τουρκική συμπεριφορά. Και βρίσκεται στον αντίποδα των πάγιων ελληνικών θέσεων για σεβασμό των κανόνων δικαίου στις διακρατικές σχέσεις.
Η αστάθεια στο εσωτερικό της Τουρκίας τροφοδοτεί, επίσης, την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Ερντογάν συγκέντρωσε την εξουσία μέσα από διαδοχικές συγκρούσεις. Πρώτα με τους κεμαλιστές, στη συνέχεια με τους γκιουλενιστές. Στο επικείμενο δημοψήφισμα του Απριλίου επιδιώκεινα γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Η ένταση με την Ελλάδα συσπειρώνει την κοινωνία στο πρόσωπό του και του επιτρέπει να προσεταιριστεί τα ακραία στοιχεία. Από την άλλη πλευρά, δίνει στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις μια ευκαιρία αποκατάστασης του γοήτρου τους που έχει πληγεί από τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις και τον αναποτελεσματικό διμέτωπο αγώνα κατά του ΠΚΚ και του ISIS στη Συρία. Η σκλήρυνση της στάσης της Τουρκίας είναι και μια προσπάθεια μπούλινγκ των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Αλλά και προειδοποίηση και προετοιμασία κλίματος για το τι θα επακολουθήσει μετά το ναυάγιο των συνομιλιών.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός