Πήγε να βγάλει δίπλωμα αυτοκινήτου. Μεγάλος σε ηλικία, είχε έναν φόβο. Εκανε μαθήματα ευσυνείδητα και με μεγάλη επιμέλεια, αλλά πάντα είχε άγχος όταν καθόταν στο τιμόνι. Και την ημέρα της εξέτασης για το δίπλωμα, το άγχος είχε διπλασιαστεί. Κάπου θα έκανε λάθος: στο παρκάρισμα, στην ορθή γωνία… Αλλά, παρ’ όλα αυτά, το δίπλωμα το πήρε. «Εδωσα 200 ευρώ» είπε. «Αν κοβόμουν, θα έπρεπε να δώσω 150 ευρώ για επανεξέταση». Δεν αισθάνεται έτοιμος να οδηγήσει, θα κάνει κι άλλα μαθήματα, λέει –διότι είναι ευσυνείδητος. Εύγε.
Η παραπάνω ιστορία είναι εκδήλωση της μικρής, καθημερινής διαφθοράς στις συναλλαγές των ανθρώπων με το ελληνικό Δημόσιο –ο κόσμος το ‘χει τούμπανο. Τα υπόλοιπα είναι στους δρόμους. Ο τρόπος με τον οποίο, εθιμικώ δικαίω, παραβιάζεται το κόκκινο σε όλους τους δρόμους όλων των πόλεων δείχνει πώς αντιμετωπίζεται η οδήγηση στην Ελλάδα. Πουθενά δεν αστυνομεύεται τίποτα –καμιά φορά η Τροχαία τη στήνει για αλκοτέστ, κυρίως ως εισπρακτικό μέτρο. Η Ελλάδα έχει πάρα πολλούς αστυνομικούς ανά χίλιους κατοίκους, τους περισσότερους στην Ευρώπη, αλλά δεν αστυνομεύεται στοιχειωδώς ούτε η Εθνική Οδός. Κι αυτό είναι η αιτία των περισσότερων ατυχημάτων και δυστυχημάτων στους δρόμους: ο καθένας κάνει ό,τι του κατεβεί επειδή ξέρει ότι τον παίρνει να το κάνει.
Για το τρομερό δυστύχημα με τους τέσσερις νεκρούς, προχθές, σε σταθμό ανεφοδιασμού της Εθνικής Οδού, προφανώς υπάρχει ατομική ευθύνη. Ωστόσο, η κύρια ευθύνη ανήκει πάντα στο κράτος, στην πλημμελή εκτέλεση των υποχρεώσεών του έναντι του συνόλου.
Διάβασα και άκουσα πολλές ανοησίες, που είχαν να κάνουν κυρίως με το γεγονός ότι ο νεκρός ιδιοκτήτης του πολυτελούς αυτοκινήτου ήταν γιος εύπορης οικογένειας. Μας βολεύει όλους να ψάχνουμε ταξικούς εχθρούς στον πλούτο ή στην επιτυχία. Μας βολεύει επειδή έτσι προσπερνάμε την ουσία του προβλήματος, το φορτώνουμε σε κάποιους άλλους –ενώ εμείς ανενόχλητοι μπορούμε να συνεχίσουμε να οδηγούμε σαν παλαβοί σε μια ζούγκλα χωρίς κανόνες.