Ο Φώτης Κουβέλης αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο του 2010 για να ενσαρκώσει την «Αριστερά της ευθύνης». Σε αυτά τα επτά χρόνια που πέρασαν από τότε απέδειξε ότι το βάρος της υπευθυνότητας ήταν τεράστιο για τους ώμους του. Και σήμερα εκδηλώνει τα πιο τρυφερά πολιτικά συναισθήματα για ένα κόμμα που στον χρόνιο ανεύθυνο λαϊκισμό του προσέθεσε τη συνεργασία με μια λάιτ, αλλά πάντως εθνικιστική και ανεξέλεγκτη άκρα Δεξιά.
Τι βρίσκει ο μειλίχιος Κουβέλης σε έναν έξαλλο κυβερνητικό συνασπισμό; Τι δουλειά έχει ο ροζ Φώτης με μια κυβέρνηση, το ιδεολογικό χρώμα της οποίας σκουραίνει πολλές φορές επικίνδυνα από τους ακροδεξιούς τόνους του μαύρου; Η ερώτηση είναι πολιτική και δοκιμιακής φύσης. Αλλά η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μόνο πολιτικά. Ακόμη και οι πολιτικοί έρωτες έχουν ανθρώπινες παραμέτρους. Προτού ο Φώτης Κουβέλης εκφράσει τον τυφλό του έρωτα, τόσο ανοικτά και τόσο έντονα ώστε να του στοιχίσει ακόμη και μια γκάφα εκ παραδρομής, πρέπει να είχε δοκιμάσει μερικά από τα πιο δυνατά συναισθήματα της ανθρώπινης γκάμας –από τη γλυκιά νοσταλγία έως την άφατη θλίψη.
Ολα αυτά κάνουν την περίπτωση Κουβέλη κάπως ιδιάζουσα. Αλλά δεν κάνουν τον ίδιο «μοιραίο», όπως θέλει μια κάποια ανάγνωση που βλέπει στην απόφασή του να μπλοκάρει την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας το αποφασιστικό σημείο καμπής της κρίσης. Αν ο ίδιος δεν σήκωσε το βάρος της υπευθυνότητας είναι και επειδή ερχόταν με ανερμάτιστη φόρα μια ορδή ανευθυνότητας. Οι μοιραίοι είναι εκεί. Στις ομολογημένες αυταπάτες και στα ανομολόγητα ψέματα, στην εξουσιομανία που υποδύθηκε την κοινωνική σωτηρία. Ας πούμε ότι ο ροζ Φώτης Κουβέλης ήταν τόσος. Αλλά οι άλλοι γιατί ήταν τόσο μαύροι;