Οι βασικές απαιτήσεις των δανειστών είναι προδιαγεγραμμένες. Περνούν από δραστικές μειώσεις σε αφορολόγητο και συντάξεις, διατρέχουν καυτά θέματα αποκρατικοποιήσεων με αιχμή την ενέργεια, αγγίζουν ευαίσθητες πολιτικά χορδές στα εργασιακά.
Κάποια στρογγυλέματα ενδεχομένως να αποδειχθούν διαπραγματεύσιμα. Δραστικές υπαναχωρήσεις από την πλευρά των δανειστών δεν αναμένονται. Η λίστα των μέτρων είναι έτοιμη και η πρώτη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης επ’ αυτής θεωρείται ότι έχει δοθεί στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Οι επαφές οι οποίες ξεκινούν σήμερα ανάμεσα στους επικεφαλής του κουαρτέτου και την ελληνική διαπραγματευτική ομάδα στην Αθήνα θα γίνουν, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, στη βάση λίστας απαιτήσεων που έχουν συντάξει οι δανειστές και η οποία συνιστά επί της ουσίας το περίγραμμα του επιδιωκόμενου Staff Level Agreement. Το μενού των μέτρων προδιαγράφει Σαρακοστή διαρκείας, με παρεκκλίσεις ελαφρύνσεων μόνο εφόσον υπάρξει υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων από το 2018 και μετά.
Η ατζέντα των επαφών της πρώτης ημέρας δείχνει ότι το κουαρτέτο δεν ήρθε για να φλυαρήσει στην Αθήνα ή να εμπλακεί σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις. Αλλωστε, σε πρώτη φάση, η τετράδα Ντέλια Βελκουλέσκου (ΔΝΤ), Ντέκλαν Κοστέλο (Κομισιόν), Φραντσέσκο Ντρούντι (ΕΚΤ) και Νικόλα Τζιαμαρόλι (ESM) είναι προγραμματισμένο να μείνει μόλις για μια εβδομάδα.
Σήμερα, οι συναντήσεις ξεκινούν από τις δέκα το πρωί, με το υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων σε πρώτο πλάνο και τα θέματα ενέργειας στις δώδεκα το μεσημέρι να ακολουθούν. Στις επτά το απόγευμα θα ακολουθήσει μια γενική συζήτηση και το βραδάκι (στις 20.30) είναι η προγραμματισμένη συζήτηση για τα δημοσιονομικά.
Οι συζητήσεις ξεκινούν με τους δανειστές να απαιτούν πρόσθετα μέτρα από το 2019 και μετά, τα οποία θα φτάνουν το 2% του ΑΕΠ. Οι εξοικονομήσεις σχεδιάζεται να προέλθουν κατά 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) από τη μείωση του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ (η αρχική θέση των δανειστών) και κατά 1% του ΑΕΠ από τις σταδιακές μειώσεις των συντάξεων σε χρονικό ορίζοντα τριών έως πέντε ετών.
ΜΑΧΗ ΓΙΑ 0,5%. Η ελληνική κυβέρνηση, κατά τις πληροφορίες, θα επιδιώξει μικρότερο πακέτο μέτρων (0,75% από το αφορολόγητο και 0,75% από τις συντάξεις), υποστηρίζοντας ότι αφενός θα υπάρξουν σημαντικές εξοικονομήσεις από την εφαρμογή του spending review –περικοπές σε όλα τα υπουργεία στη βάση καλύτερης διαχείρισης των δημόσιων δαπανών –και αφετέρου εξαιτίας των σαφώς καλύτερων περσινών δημοσιονομικών επιδόσεων.
Το ΔΝΤ όμως, μέχρι σήμερα, επιμένει στα δικά του, σαφώς πιο απαισιόδοξα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το 2018 το μάξιμουμ του πλεονάσματος το οποίο μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς νέα μέτρα, δεν υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος είναι 3,5%.
«Εμείς είμαστε πιο αισιόδοξοι διότι έχουμε ενσωματώσει τις επιδόσεις του 2016, οι οποίες ήταν καλύτερες του αναμενομένου» δήλωσε στην «Ελ Παΐς» ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, σημειώνοντας πως «όταν έχουμε όλα τα στοιχεία από την Αθήνα, θα έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για την κατάσταση».
Η συλλογή όλων των στοιχείων θα απαιτήσει τουλάχιστον έναν μήνα ακόμα, η δε πιστοποίησή τους από τη Eurostat αναμένεται στις 21 Απριλίου.
Το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι θα μπορούσε να αναθεωρήσει τις εκτιμήσεις του αν προκύψουν αξιόπιστα νέα δεδομένα, παραπέμποντας επί της ουσίας στη Eurostat. Μέχρι τότε, παρεκτός υπάρξουν μεγάλες ανατροπές, δύσκολα ο πήχης των μέτρων θα κατέβει αισθητά με τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ. Και όπως όλες οι εμπλεκόμενες ευρωπαϊκές πλευρές έχουν ξεκαθαρίσει, το ΔΝΤ θα πρέπει να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα.
ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ. Στη σκιά της συμφωνίας Μέρκελ – Λαγκάρντ, ο Πολ Τόμσεν με άρθρο του στο blog του Ταμείου φωτογραφίζει την ελληνική περίπτωση ως λίγο – πολύ παρέκκλιση από τον κανόνα τής εκ των προτέρων διευθέτησης του χρέους, προκειμένου να πετύχει ένα πρόγραμμα.
«Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι επίσημοι διμερείς πιστωτές προτιμούν να χορηγήσουν την εφαρμογή της ελάφρυνσης χρέους υπό τον όρο της πλήρους εφαρμογής του προγράμματος. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να δικαιολογείται, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν ανησυχίες για το ιστορικό της χώρας στην οικονομική προσαρμογή» αναφέρει.
Παράλληλα, πάντως, το ΔΝΤ συνεχίζει να πιέζει τους Ευρωπαίους για δραστικές αποφάσεις –έστω και με μεταχρονολογημένη εφαρμογή –τόσο για το πρωτογενές πλεόνασμα όσο και για το δημόσιο χρέος.