Το ΔΝΤ επιστρέφει κυρίαρχο. Καθώς άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ένα πράγμα εμφανίζεται ως βέβαιο: η κατάληξή τους είναι σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη μετά το πλαίσιο ρυθμίσεων που αποφάσισε το τελευταίο Eurogroup και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε κυρίαρχη θέση ως “veto player” (παίκτη αρνησικυρίας). Το Eurogroup συμφώνησε, ως γνωστόν, σ’ ένα πλαίσιο ρυθμίσεων για τη συνέχισης της αξιολόγησης στη βάση αποδοχής από την ελληνική πλευρά των αιτημάτων που είχε προβάλει το Ταμείο για το αφορολόγητο όριο (μείωσή του περίπου στα 6.000 ευρώ), το συνταξιοδοτικό (μείωση συντάξεων) και τα εργασιακά (αύξηση ομαδικών απολύσεων και άλλες ρυθμίσεις). Η αποδοχή αυτών των ρυθμίσεων, όπως κι αν εξειδικευθούν τελικά, θα έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα εισοδήματα των χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων. Θα επιδεινώσουν δηλαδή τη λιτότητα. Επομένως ο ισχυρισμός «ούτε ένα ευρώ πρόσθετη λιτότητα» είναι επιεικώς παραπλανητικός. Τα αντισταθμιστικά –λεγόμενα –μέτρα είναι αβέβαια και ως προς το περιεχόμενό τους αλλά και ως προς τον χρόνο εφαρμογής τους και επιπλέον (θα) εξαρτώνται από τη συγκατάθεση των θεσμών. Παρά ταύτα, η αποδοχή των θέσεων αυτών ήταν αναπόφευκτη ιδιαίτερα μετά τις καθυστερήσεις και τον τρόπο που έγινε η διαπραγμάτευση.
Ωστόσο το πλαίσιο ρυθμίσεων του Eurogroup πάσχει βάναυσα όχι τόσο γι’ αυτό που συμφωνήθηκε όσο γι’ αυτό που δεν συμφωνήθηκε. Και εδώ καταγράφεται μια κραυγαλέα αποτυχία της ελληνικής πλευράς για την επίτευξη ενός ισόρροπου πλαισίου – πακέτου συμφωνίας που θα όφειλε να συμπεριλαμβάνει δύο τουλάχιστον πρόσθετα στοιχεία: α) αναφορά – προσδιορισμό για το χρονικό όριο στην υποχρέωση επίτευξης του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μετά την εκπνοή του προγράμματος -2018. Με παλαιότερη απόφαση έχει προσδιορίσει αυτό το όριο για «μεσοπρόθεσμο διάστημα», χωρίς ωστόσο να εξειδικεύεται η έννοια του μεσοπρόθεσμου (η Γερμανία θεωρεί ότι καλύπτει δέκα χρόνια, άλλες χώρες πέντε και κάποιες άλλες τρία) και β) αναφορά – δέσμευση για την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που σκιαγραφήθηκαν στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου αλλά αναμένουν συγκεκριμενοποίηση (έστω κι αν εφαρμοσθούν μετά το τέλος του προγράμματος -2018). Αυτό δεν έγινε και αυτό σημαίνει ότι η προοπτική ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απομακρύνεται δραματικά.
Για όσους γνωρίζουν την ενωσιακή διαπραγμάτευση, οι δύο αυτές πρόσθετες δεσμεύσεις θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί καθώς επρόκειτο για κλασική περίπτωση «θεμάτων – πακέτου», αλλά εάν βεβαίως η διαπραγμάτευση είχε διεξαχθεί διαφορετικά. Tο ανισοβαρές πλαίσιο ρυθμίσεων όπως έγινε τελικά αποδεκτό νομιμοποιεί και ισχυροποιεί τον ρόλο του ΔΝΤ στη διαδικασία. Επομένως είναι μεν θετικό ότι επαναλαμβάνεται η προσπάθεια για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όμως κατά τα άλλα η διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει θα είναι δύσκολη και εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη. Το ΔΝΤ θα είναι ουσιαστικά ο κυρίαρχος διαπραγματευτής. Με τους χειρισμούς της η ελληνική πλευρά όχι μόνο δεν απομάκρυνε το ΔΝΤ αλλά το έφερε πολύ πιο βαθιά στη διαδικασία. Μαζί με την πρόσθετη λιτότητα. Ανθρακες ο θησαυρός.
Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών