Η γνωστή διαπραγματευτική στάση της ελληνικής κυβέρνησης, εκτός από τις προφανείς καθυστερήσεις και επιδεινώσεις που επιφέρει σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνονται, έχει προκαλέσει και μια παράπλευρη συνέπεια που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό: οι διεθνείς εταίροι ζητούν πράγματα που (θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι) υπερβαίνουν τα εσκαμμένα.
Το βασικό, και μάλλον διαχρονικό, σημάδι έλλειψης εμπιστοσύνης είναι οι συνεχείς αλλαγές των κανόνων του παιχνιδιού, αλλά και των ειδικότερων προϋποθέσεων υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η αξιολόγηση και εκταμιεύονται, κάθε φορά, τα ποσά του δανείου. Το κλείσιμο της προηγούμενης αξιολόγησης είχε αναγγελθεί ότι θα αρκούσε, αλλά τελικά δεν ήρκεσε, για τη συμμετοχή των ομολόγων των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι απαιτήσεις για τα εργασιακά είχαν, θεωρητικά, κλείσει σε προηγούμενη φάση, αλλά τελικά ξανάνοιξαν. Οι στόχοι του πρωτογενούς πλεονάσματος συμφωνούνται, αλλά αναπροσαρμόζονται, επί το επαχθέστερο, διαρκώς –τα παραδείγματα είναι άπειρα. Οσο βαθαίνει, λόγω διπλής γλώσσας, μη τήρησης δεσμεύσεων, δολιχοδρομήσεων, πρωτότυπων «ερμηνειών» και άλλων τέτοιων ευφάνταστων τεχνασμάτων, η αναξιοπιστία της ελληνικής πλευράς τόσο συχνότερες και πιο απομακρυσμένες από τα αρχικώς συμφωνηθέντα είναι οι μονομερείς αλλαγές.
Στην τρέχουσα και άδηλη ακόμα φάση προστέθηκε μια νέα και πιο σημαντική αυθαιρεσία των εταίρων: η απαίτηση προνομοθέτησης μέτρων ως όρου για το κλείσιμο της παρούσας αξιολόγησης. Και αυτή οφείλεται στη διαίσθηση των εταίρων ότι αν μειωθεί η πίεση επί της ελληνικής πλευράς, εκείνη θα ξαναγυρίσει στις παλιές κακές συνήθειες –ο πρωτοχρονιάτικος μποναμάς στους συνταξιούχους, με τον τρόπο ιδίως που δόθηκε, δεν βοήθησε ασφαλώς καθόλου τα πράγματα. Ομως, όπως ορθότατα παρατήρησε ο γάλλος υπουργός Οικονομικών, αν μια αρχή θα έπρεπε να ισχύει απαράβατα μεταξύ εταίρων είναι ότι δεν ζητάς από κάποιον κάτι που θα αρνιόσουν, και θα είχες δίκιο να αρνηθείς, στη θέση του –είναι δε βέβαιο ότι ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία ούτε καμία άλλη χώρα θα δέχονταν να βάλουν τη Βουλή τους να προνομοθετήσει μέτρα για ένα άδηλο μέλλον. Κι όμως αυτό της ζητήθηκε και αυτό ετοιμάζεται να κάνει η δική μας κυβέρνηση.
Ακόμα πιο πρόσφατα, η υπέρβαση πέρασε και στο νομικό επίπεδο. Η δήλωση του (υπό αποχώρηση;) προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι τα εθνικά μέτρα που υιοθετούνται βάσει Μνημονίων «βρίσκονται εκτός ενωσιακής έννομης τάξης» είναι και νομικά εσφαλμένη και πολιτικά ταπεινωτική –και για τη χώρα μας αλλά και για την Επιτροπή ως θεματοφύλακα της ενωσιακής νομιμότητας. Τίποτα δεν ευρίσκεται εκτός «κοινοτικού κεκτημένου», ιδίως στον χώρο των θεμελιωδών δικαιωμάτων (το ειδικότερο ζήτημα αφορούσε την ισχύ και το περιεχόμενο των συλλογικών διαπραγματεύσεων), ακόμα και όταν (αυτό προφανώς εννοούσε ο κ. Γιούνκερ) οι αποφάσεις προέρχονται ή επιτηρούνται από όργανα «ειδικής δράσης», όπως είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Αλλά και τίποτα δεν δικαιολογεί την κάμψη εγγυήσεων υπέρ των εργαζομένων, ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα στις οποίες οι εργαζόμενοι δοκιμάζονται ήδη τόσο σκληρά.
Με την «υπερήφανη» και «αταλάντευτη» στάση της, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν παίρνει με το μέρος της τους θεσμούς, αλλά και βγάζει ό,τι χειρότερο κρύβουν μέσα τους. Αλλη μια επιτυχία για τους προπαγανδιστές και των δύο πλευρών.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος