Ο θάνατος αξιολογεί τη ζωή κάποιου ή μήπως η ζωή τον θάνατό του; Τις τελευταίες μέρες προσέκρουσα και στα δύο. Η πρώτη ήταν ήπια πρόσκρουση. Με ευγενή δημοσιογράφο, διανοούμενο και ρομαντικό ιδεολόγο της Αριστεράς, ο οποίος διέγνωσε αριστερή αρχοντιά και αριστερό ήθος στην απόφαση της οικογένειας του Νίκου Κούνδουρου να μη δεχτεί να κηδευτεί ο σκηνοθέτης δημοσία δαπάνη. Το ίδιο έχουν κάνει και οι οικογένειες άλλων καλλιτεχνών που ουδεμία σχέση έχουν με τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο αλλά δεν προτίθεμαι να γίνω τροχονόμος στους συνειρμούς όσων θεωρούν ότι το πέρασμα από το κολαστήριο της Μακρονήσου εξαγνίζει κάποιον εφ’ όρου ζωής και ερμηνεύει αξιολογικά οτιδήποτε έχει σχέση με τον θάνατό του πολλές δεκαετίες μετά. Τουλάχιστον σε αυτούς που –όπως ο συγκεκριμένος –δεν βρίζουν ούτε αναθεματίζουν.

Η δεύτερη πρόσκρουση όμως είχε την αγριότητα της ταχύτητας των 200 χιλιομέτρων. Ο θάνατος κάποιου αξιολογεί μία ζωή μόλις 23 ετών. Κι ας μην έχουν διαλευκανθεί ακόμη οι συνθήκες του δυστυχήματος. Οδηγούσε Πόρσε. Κι έτρεχε. Και ο πατέρας του ήταν γνωστός επιχειρηματίας. Αρα ήταν κωλόπαιδο. Ασυνείδητος και ανεύθυνος. Αρα καλά να πάθει. Ενας «πλουτοκρατικός» θάνατος που πυροδότησε ποτάμια ταξικού μίσους. Από δω οι «καλοί» και από κει οι «κακοί» νεκροί μιας τραγωδίας όπου και τα τέσσερα θύματα πέθαναν σχεδόν αγκαλιασμένα. Και μόνη παρηγοριά τα λόγια για τον νεαρό οδηγό του ανθρώπου που είδε τη γυναίκα του και το παιδί του να απανθρακώνονται, «έφταιγε, δεν έφταιγε, η ψυχούλα του το ξέρει κι αυτού». Βάλσαμο και για τη δική μας ψυχή.