Τα στοιχεία της έρευνας του υπουργείου Παιδείας που αφορούν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα είναι ενδεικτικά μιας μετέωρης χώρας. Στοιχεία τα οποία αποτυπώνουν μια τάση που εκτείνεται τη δωδεκαετία 2003 – 2014 και φτάνει ώς τις μέρες μας. Ετσι κι αλλιώς, η Παιδεία και ο τρόπος που οργανώνεται από την Πολιτεία αποτελούν σαφή δείκτη του τρόπου που οργανώνεται το μέλλον.
Για παράδειγμα, το γεγονός πως ο αριθμός των φοιτητών που έχουν τελειώσει τα προβλεπόμενα από τον νόμο έτη σπουδών και οφείλουν μαθήματα έχει διπλασιαστεί την τελευταία δωδεκαετία στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ (μιλάμε για τους λεγόμενους και αιωνίους) είναι στοιχείο που αντανακλά τον τρόπο πρόσβασης στα ιδρύματα αλλά και τη δυσκολία –λόγω πολλών παραγόντων –να αποφοιτήσει κάποιος από αυτά. Οι χαμηλές επιδόσεις που περιγράφονται στην έρευνα εξάλλου είναι συναρτώμενες και από την ίδια την ποιότητα και τη λειτουργία των ιδρυμάτων.
Ενα πρόσθετο στοιχείο της ίδιας έρευνας είναι αυτό στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε: η ισχνή σύνδεση των ΑΕΙ – ΤΕΙ με την αγορά εργασίας. Μια παράμετρος που επιβεβαιώνει –πέραν της οικονομικής συγκυρίας –πως ενώ οι ανώτατες σχολές θα έπρεπε να συμβάλλουν στην παραγωγική και αναπτυξιακή τροχιά, στέκονται σχεδόν αποσπασμένες από την πραγματικότητα. Μεγάλο μέρος των πτυχιούχων, επίσης, προσδοκά να μεταναστεύσει στο εξωτερικό και δεν επιμένει καν στις λεγόμενες αλυσιδωτές σπουδές (μεταπτυχιακά ή διδακτορικά) εν Ελλάδι. Μια ριζική μεταρρύθμιση με άξονα τον ρεαλισμό και με γνώμονα τη σύνδεση μορφωτικών εργαλείων και απασχόλησης είναι παραπάνω από υποχρεωτική.