«Δεν μου επιτρέπεται να γράψω. Το φαγητό είναι απαίσιο. Δεν υπάρχει ούτε τσάι ούτε καφές, μόνο νερό. Δεν επιτρέπεται να καπνίσω. Τουλάχιστον λειτουργεί η θέρμανση. Ξέρω για τα δημοσιεύματα για μένα, για το hashtag “Free-Deniz”. Εδώ που βρίσκομαι όλα με αγγίζουν και τα δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου. Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ όλους».
Αυτός που μιλάει είναι ο Ντενίζ Γιουτσέλ, γερμανός δημοσιογράφος τουρκικής καταγωγής και ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας «Ντι Βελτ» στην Τουρκία. Και μιλάει από τις τουρκικές φυλακές στις οποίες κρατείται εδώ και δυο εβδομάδες με την κατηγορία της «προπαγάνδας υπέρ της τρομοκρατίας» και της «συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση». Οι πολλοί υποστηρικτές του, ανάμεσα στους οποίους είναι επισήμως και η γερμανική κυβέρνηση, ήλπιζαν ότι μετά την προχθεσινή ακρόασή του από τους δικαστές του θα αφηνόταν ελεύθερος. Οι ελπίδες αποδείχθηκαν μάταιες. Το δικαστήριο έδωσε στην κράτηση τη νομική υπόσταση που της έλειπε. Και ο γερμανός δημοσιογράφος, που έχει και τουρκική υπηκοότητα, ακολουθεί τη μοίρα εκατοντάδων συναδέλφων του στην Τουρκία.
Η αιτία της δίωξής του ήταν –τι άλλο; –ένα ρεπορτάζ. Ο Ντενίζ Γιουτσέλ έκανε μια έρευνα σχετικά με την ομάδα των τούρκων χάκερ ResHack, οι οποίοι είχαν υποκλέψει μερικά μέιλ του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, υπουργού Ενέργειας και γαμπρού του Ταγίπ Ερντογάν, που αναφέρονταν στον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και την επιρροή τους στην κοινή γνώμη. Σε αυτές τις δυο εβδομάδες ο Γιουτσέλ δεν έχει μπορέσει να συναντήσει κανέναν εκτός από τον δικηγόρο του. Σε αυτόν παρέδωσε το προφορικό του ημερολόγιο για τις συνθήκες της κράτησής του: «Ο ανταποκριτής έχει υποχρέωση να στείλει κάτι στην εφημερίδα του, δεν ερχόμαστε εδώ για διασκέδαση. Η εικόνα του κελιού μου: στον τοίχο έχει ένα ρολόι με την τουρκική σημαία στο καντράν. Δεξιά ένα καλοριφέρ όπου ζεσταίνεις τις κονσέρβες φαγητού που σου δίνουν. Μπροστά μόνο κάγκελα. Μολύβι και τετράδιο απαγορεύονται. Τα βιβλία, εάν είναι πολιτικά, χαρακτηρίζονται “άχρηστα”. Φως: από τον διάδρομο φέγγει σταθερά τη ίδια λάμπα νέον. Στο κελί φτάνει αδύναμο. Δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, αλλά δεν σου επιτρέπει ούτε και να διαβάσεις. Καμιά φορά ακούω θορύβους από τον δρόμο. Αλλιώς η σιωπή είναι απόλυτη. Φυσικό φως δεν έχω καθόλου».
Το «ρεπορτάζ» από τη φυλακή συνεχίζεται: «Το κελί μου έχει διαστάσεις 2,10 επί 3,5 μέτρα –ίσα να σε χωράει όταν ξαπλώνεις. Το ύψος φτάνει τα 4 μέτρα. Υπάρχουν 2 λεπτά στρώματα, 4 κουβέρτες, κανένα μαξιλάρι. Οι τρεις τοίχοι είναι από τσιμέντο στο χρώμα του ωχρού γκρι, ο τέταρτος είναι μόνο κάγκελα. Είμαστε 2-3 άνθρωποι εδώ μέσα, καμιά φορά και 4. Η ατμόσφαιρα είναι κακή, δυσώδης, βρωμάει από τις οσμές των σωμάτων. Οι δεσμοφύλακες λένε: “Τόσο άδεια όπως τις τελευταίες ημέρες δεν ήταν ποτέ μετά το πραξικόπημα αυτή η φυλακή. Επρεπε να δείτε όταν σε κάθε κελί είχαμε 5 άτομα”. Θέρμανση: ακόμη κι όταν έξω έκανε περισσότερο κρύο, εδώ δεν το ένιωσα ποτέ. Το κελί θερμαίνεται καλά. Το κελί μου είναι το μοναδικό μπροστά από το ρολόι του διαδρόμου. Οι κρατούμενοι ρωτάνε συνεχώς τι ώρα είναι κι εγώ αναρωτιέμαι εάν είναι καλό ή κακό να βλέπω πόσο αργά περνούν τα δευτερόλεπτα. Με τους γιατρούς πρέπει να παλεύω κάθε λεπτό για να έχω την προσοχή τους και τα φάρμακά μου. Το καλό είναι ότι προς το παρόν έχω κερδίσει τη μάχη».
Το φαγητό, λέει ακόμη ο Τούρκος Ντενίζ Γιουτσέλ, είναι πάντα το ίδιο –«πιο αηδιαστική από τη γεύση του είναι η μυρωδιά του». Οι τουαλέτες είναι μόλις τέσσερις για 70 κρατουμένους, δεν καθαρίζονται ποτέ, καθρέφτες δεν υπάρχουν. «Ο συγκρατούμενός μου στο κελί μού λέει: “Τώρα μοιάζεις στον Καρλ Μαρξ”. Είμαι ένας ξένος δημοσιογράφος, ένας που αντιστάθηκε στην εξουσία και εδώ οι άλλοι με αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Ξέρω για τα δημοσιεύματα για μένα, δάκρυα μου ανεβαίνουν στα μάτια. Είναι απίστευτα ωραίο να ξέρω ότι δεν είμαι μόνος, ότι δεν με έχουν ξεχάσει. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ όλους».