Ένας στους έξι ανθρώπους που πεθαίνουν από έμφραγμα δεν διαγιγνώσκονται με αυτό στα νοσοκομεία όπου μεταφέρονται, αναφέρουν επιστήμονες από τη Βρετανία.
Η σχετική μελέτη έδειξε ότι το 16% των ασθενών που πέθαναν από έμφραγμα μέσα σε 28 ημέρες από την μεταφορά τους στο νοσοκομείο, ήταν αδιάγνωστοι, παρότι είχαν προειδοποιητικά συμπτώματα.
Οι ερευνητές από τη Σχολή Δημοσίας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου (ICL) χαρακτηρίζουν ανησυχητικά τα ευρήματά τους και λένε ότι απαιτούνται επειγόντως νέες έρευνες για το όλο θέμα.
Όπως γράφουν στην διεθνή ιατρική επιθεώρηση The Lancet,εξέτασαν τους ιατρικούς φακέλους και τις θνησιμότητες όλων των ασθενών που διακομίσθηκαν στα νοσοκομεία της Αγγλίας την περίοδο 2006-2010,αναζητώντας όσους είχαν πάθει οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και όσους το είχαν εκδηλώσει μέσα σε 28 ημέρες από τη διακομιδή τους.
Το έμφραγμα διαγνώσθηκε ως κύρια αιτία μεταφοράς στο νοσοκομείο σε 307.496 περιπτώσεις, σε 52.374 είχε ανιχνευθεί σε δεύτερη μεταφορά στο νοσοκομείο ή σε εξωνοσοκομειακή βάση, ενώ σε 86.874 περιπτώσεις είχε καταγραφεί απλώς ως «συννοσηρότητα».
Μεταξύ της τελευταίας ομάδας των ασθενών, η θνησιμότητα ήταν διπλάσια έως τριπλάσια απ’ ό,τι στους ασθενείς που εξ αρχής είχαν διαγνωστεί με έμφραγμα.
Επιπλέον, από τους συνολικώς 135.950 ασθενείς που πέθαναν από έμφραγμα, το 49% (οι 66.490) βρίσκονταν στο νοσοκομείο την ημέρα του θανάτου τους ή κάποια στιγμή κατά τις τέσσερις τελευταίες εβδομάδες της ζωής τους.
Από αυτούς τους ασθενείς, οι 21.677 δεν είχαν καμία αναφορά στους ιατρικούς φακέλους τους για εν εξελίξει ή επικείμενο έμφραγμα, αλλά παρ’ όλα αυτά πέθαναν εξαιτίας του.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «οι γιατροί είναι πολύ καλοί στην αντιμετώπιση του εμφράγματος όταν προκαλεί έντονα και άμεσα εμφανή συμπτώματα, αλλά όχι και τόσο καλοί στη διάγνωση ενός δευτεροπαθούς εμφράγματος ή στην ανίχνευση αδιόρατων ενδείξεων που υποδηλώνουν ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος θανάτου από έμφραγμα στο εγγύς μέλλον», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Πέρβιζ Ασάρια.
Η μελέτη αποκάλυψε επίσης ότι έως και ένα μήνα πριν από τον θάνατό τους οι ασθενείς είχαν συμπτώματα όπως λιποθυμικό επεισόδιο (συγκοπή), δύσπνοια και πόνο στο στήθος, αλλά ως φαίνεται οι γιατροί δεν υποψιάσθηκαν ότι αυτά αποτελούσαν ένδειξη επικείμενου εμφράγματος διότι δεν υπήρχαν εμφανείς βλάβες στην καρδιά όταν τους είχαν εξετάσει.
Έτσι, τα συμπτώματα αυτά είχαν καταγραφεί ως «μη ειδικά» και οι συνηθέστερες διαγνώσεις στο νοσοκομείο όπου είχαν μεταφερθεί ήταν κυκλοφορικά προβλήματα (35% των θανάτων), τα μη ειδικά συμπτώματα που προαναφέρθηκαν (6% των θανάτων) και αναπνευστικά προβλήματα (12% των θανάτων) όπως η πνευμονία και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
«Παραμένει άγνωστο γιατί δεν αξιολογήθηκαν σωστά οι ενδείξεις τόσο πολλώνασθενών, γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να διεξαχθούν επειγόντως περαιτέρω έρευνες για το όλο θέμα και να καταρτιστούν νέες κατευθυντήριες οδηγίες για την καλύτερη διαχείριση των περιστατικών», δήλωσε ο επιβλέπων καθηγητής δρ Ματζίντ Εζάτι, καθηγητής Παγκόσμιας Υγείας στο ICL.
Τα συμπτώματα
Σύμφωνα με την υπηρεσία NHS Choices του βρετανικού ΕΣΥ, τα συμπτώματα του εμφράγματος είναι:
* Πόνος στο στήθος, που εκδηλώνεται σαν αίσθημα πίεσης ή σφιξίματος στο κέντρο του θώρακα.
* Πόνος σε άλλα τμήματα του σώματος. Ο πόνος μπορεί να επεκτείνεται από το θώρακα στα χέρια (συνήθως στο αριστερό μπράτσο, αλλά μπορεί να προσβάλλει και τα δύο), τη γνάθο, τον αυχένα, τη ράχη και την κοιλιά.
* Αίσθημα ζάλης ή ιλίγγου
* Εφίδρωση
* Δύσπνοια
* Ναυτία ή έμετος
* Ακραίο αίσθημα άγχους (σαν να παθαίνει ο ασθενής κρίση πανικού)
* Βήχας ή συριγμός
Αν και ο πόνος στο στήθος σε πολλούς ασθενείς είναι ισχυρός, σε άλλους είναι ήπιος και θυμίζει πολύ τη δυσπεψία.
Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν παρατηρείται καθόλου πόνος. Αυτό είναι πιθανότερο να συμβεί στις γυναίκες, στους ηλικιωμένους και στους πάσχοντες από διαβήτη.