Από χθες η μείωση του αφορολογήτου και των συντάξεων μπήκε στον δρόμο των περικοπών. Δεν είναι πλέον μια θεωρητική απειλή στον ορίζοντα, αλλά δύο μέτρα τα οποία θα κληθεί να ψηφίσει άμεσα η κυβέρνηση, με στόχο συνολικές εξοικονομήσεις 2% του ΑΕΠ σε διάστημα δύο ετών. Το 2019 θα πρέπει να βγουν από τις τσέπες των φορολογουμένων 1,8 δισ. ευρώ και επιπλέον 1,8 δισ. ευρώ από τις τσέπες των συνταξιούχων το 2020 μια κι έξω.
Χαμηλόμισθοι και αγρότες με χαμηλά εισοδήματα της τάξεως των 420 ευρώ τον μήνα αλλά και συνταξιούχοι με μηνιαίες αποδοχές άνω των 600 ευρώ βρίσκονται στο στόχαστρο. Η τεχνική επεξεργασία των μέτρων τις επόμενες ώρες και ο ακριβής προσδιορισμός του δημοσιονομικού κενού, θα κρίνει αν τα εισοδηματικά κλιμάκια τα οποία θα αγγίζουν τα νέα μέτρα θα είναι κατά τι υψηλότερα. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να ελπίζει σε μείωση του 2%.
Η διαπραγμάτευση για τις λεπτομέρειες εφαρμογής των μέτρων άρχισε χθες το απόγευμα και αναμένεται πως θα μονοπωλήσει και τις σημερινές συζητήσεις στο Χίλτον σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων. Από τη μια πλευρά βρέθηκε το κουαρτέτο των Ντέλια Βελκουλέσκου (ΔΝΤ), Ντέκλαν Κοστέλο (Κομισιόν), Φραντσέσκο Ντρούντι (ΕΚΤ) και Νικόλα Τζιαμαρόλι (ESM) και από την άλλη οι Ευκλείδης Τσακαλώτος, Εφη Αχτσιόγλου και Γιώργος Χουλιαράκης. Και οι δύο πλευρές πήγαν με διάφορες εναλλακτικές προτάσεις στις συζητήσεις.
Ιδανικά η κυβέρνηση επιδίωκε το μαχαίρι σε αφορολόγητο και συντάξεις να μην υπερβαίνει το 0,75% του ΑΕΠ ή 1,35 δισ. ευρώ ανά κατηγορία.
ΜΙΑ ΚΙ ΕΞΩ. Το αφορολόγητο θα μπορούσε να κοπεί το 2019 με στόχο την εξοικονόμηση 1,35 δισ. ευρώ, οι συντάξεις, κατά το κυβερνητικό σενάριο, θα μπορούσαν να μπουν σε τροχιά συρρίκνωσης με σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από το 2020 και έως το 2025.
«Παρουσιάσαμε τις προτάσεις μας για τα μέτρα και τα αντίμετρα» ανέφερε κυβερνητικό στέλεχος για να προσθέσει: «ορισμένες προτάσεις βρίσκονται σε πολύ καλό δρόμο, σε άλλες ζητούν τεχνικές λεπτομέρειες, σε άλλες διαφωνούν».
Οι δανειστές, σύμφωνα με πληροφορίες, ζητούν από την κυβέρνηση μείωση του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ από το 2019 με στόχο εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ ή 1,8 δισ. ευρώ και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς μια κι έξω στις συντάξεις και όχι σταδιακά.
Με βάση την ενιαία γραμμή των δανειστών –αν και υπήρχαν και οι πιο σκληρές φωνές που πρόκριναν το μαχαίρι στις συντάξεις να έρθει νωρίτερα –από τις τσέπες των συνταξιούχων θα πρέπει να αφαιρεθεί μια κι έξω το 2020 εισόδημα 1,8 δισ. ευρώ ή επίσης 1% του ΑΕΠ. Πολιτικά, παρότι υπάρχει ακόμα χρονική απόσταση από την ώρα των περικοπών, το μαρτύριο των συντάξεων είναι πολλαπλάσιο. Ιδίως για μια κυβέρνηση η οποία προεκλογικά έταζε επαναφορά της 13ης σύνταξης και τώρα θα κληθεί να ψηφίσει μειώσεις οι οποίες μπορεί και να ξεπερνούν το 30% στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Αντίστοιχους πολιτικούς πόνους ενσωματώνει η μείωση του αφορολογήτου. Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει ήδη πατήσει μια φορά την προσωπική του κόκκινη γραμμή τον Απρίλιο του 2016, όταν συμβιβάστηκε με καθήλωση του αφορολογήτου έως τα 8.636 ευρώ. Τώρα καλείται να βάλει την υπογραφή του όχι μόνο στη νέα μείωση του αφορολογήτου, αλλά και σε μια νέα συνταγή φορολογικών επιβαρύνσεων, με τη σφραγίδα του ΔΝΤ, η οποία διευρύνει τα βάρη στα ασθενέστερα εισοδηματικά κλιμάκια, μειώνοντας παράλληλα τους φόρους στη μεσαία και ανώτερη οικονομικά τάξη.
ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι πέραν της μείωσης του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ, οι δανειστές ζητούν μείωση των ανώτατων συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (σήμερα 45% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ και 37% για το κλιμάκιο εισοδήματος από 30.001 έως 40.000 ευρώ) αλλά και του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων (29%).
Είναι, κατά την άποψή τους, δύο παρεμβάσεις με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, αλλά απέχουν πολύ από την προσέγγιση της κυβέρνησης όταν έβαζε φόρους περιορίζοντας στο μέτρο του δυνατού τις επιβαρύνσεις για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Τη νύφη κλήθηκαν να πληρώσουν οι υψηλότερες εισοδηματικά τάξεις, με αποτέλεσμα –κατά την άποψη των δανειστών –τη φοροδοτική τους εξάντληση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση των απλήρωτων φόρων (14 δισ. ευρώ το 2016 τα φρέσκα ληξιπρόθεσμα) αλλά και για τη συρρίκνωση της κατανάλωσης με άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ.
Οι αλλαγές που προτείνουν οι δανειστές φέρνουν στο προσκήνιο μια νέα κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Μείωση του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ, αν συνοδευόταν από διατήρηση του ισχύοντος πρώτου συντελεστή 22%, θα σήμαινε φόρο 462 ευρώ για έναν ιδιωτικό υπάλληλο με μηνιαίες αποδοχές 571 ευρώ ή 8.000 ευρώ τον χρόνο. Ξαφνικά η Εφορία θα του ζητούσε σχεδόν ένα μηνιάτικο.
Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται, σύμφωνα με πληροφορίες, έναν χαμηλότερο πρώτο συντελεστή. Πληροφορίες αναφέρουν ότι μια πιθανή γραμμή συμβιβασμού θα ήταν στην περιοχή του 12%. Σε αυτή την περίπτωση, μείωση του αφορολογήτου στα 5.900 ευρώ για τον υπάλληλο των 517 ευρώ τον μήνα θα σήμαινε φόρο 252 ευρώ.
Παρότι οι εξισώσεις κοινωνικά και πολιτικά είναι δύσκολες, κλίμα ρήξης στις διαπραγματεύσεις δεν υπάρχει. Το βράδυ της Τρίτης, βέβαια, η βεβιασμένη αποχώρηση της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας με πρόσωπα σκυφτά και σκυθρωπά μαρτυρούσε ότι κάτι δεν είχε πάει όπως σχεδιαζόταν στις πρώτες επαφές με τους δανειστές. Την αίσθηση εμπλοκής στο μέτωπο των δημοσιονομικών δεν την επιβεβαίωσε καμία πηγή.