Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση περιλαμβάνει την επικοινωνία από τον γονιό στο παιδί όλων των σκέψεων, των συναισθημάτων, των αναπαραστάσεων, των μνημών, των βιωμάτων και των πεποιθήσεων που σχετίζονται με τις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις, την αγάπη, την εγγύτητα και τη σεξουαλική συνεύρεση.
«Ετοιμο» για συζήτηση παιδί συνήθως προϋποθέτει έναν «έτοιμο» γονιό. Το παιδί μάλιστα θα μας κατευθύνει ως προς την ιδανική χρονική στιγμή.
Στα μικρά παιδιά του νηπιαγωγείου μπορούμε να μιλάμε στη συμβολική τους γλώσσα για το πώς γεννιούνται τα μωρά. Μπορούμε λ.χ. να πούμε «η κοιλιά της μαμάς είναι ένα ζεστό σπιτάκι μέσα στο οποίο μεγαλώνει το μωρό μέχρι να έρθει στον κόσμο και σε αυτό βοηθάει και ο μπαμπάς για να γίνει». Μπορούμε επίσης να εστιάσουμε σε θέματα ανατομίας ανάμεσα στο ανδρικό και το γυναικείο σώμα.
Στο δημοτικό πρέπει να είμαστε έτοιμοινα μιλήσουμε για τη «φυσιολογικότητα» της σεξουαλικής πράξης και να αποσυνδέσουμε κάθε στίγμα κακού ή ντροπής απέναντι σε αυτό.
Στην εφηβεία οι συζητήσεις μπορούν να γίνονται ανοικτά και σε βάθος, δίχως όμως ο έφηβος να νιώσει πίεση, και να περιλαμβάνουν ενημέρωση καταρχάς για το AIDS, τις μεθόδους αντισύλληψης, τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα αλλά και για τις συναισθηματικές διαστάσεις των ερωτικών σχέσεων (όπως λ.χ. η επεξεργασία της απόρριψης).
Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι «μιλώντας, προτρέπουμε», η πρόωρη έναρξη συζητήσεων για το σεξ όχι μόνο δεν αυξάνει την πιθανότητα ένα παιδί να ξεκινήσει πρόωρα τη σεξουαλική του ζωή αλλά το καθιστά ένα καλά ενημερωμένο παιδί που νιώθει άνετα με το σώμα του, με τη σεξουαλικότητά του και είναι πιθανότερο να κάνει υγιείς και υπεύθυνες σχέσεις στο μέλλον. Πρωτίστως όμως οφείλουμε να κάνουμε μια συζήτηση με τον εαυτό μας και να διαχειριστούμε τα δικά μας εσωτερικά εμπόδια που καθιστούν αυτήν τη συζήτηση μία μη ουδέτερη για εμάς πράξη.
Ας αποφύγουμε να προβάλλουμε με ανώριμο και ανεπεξέργαστο τρόπο στο παιδί τούςδικούς μας φόβους ή ταμπού για το σεξ, που θα το μπερδέψουν και θα το ενοχοποιήσουν στην πορεία του χρόνου.
Πρέπει επίσης να μην αφήνουμε αναπάντητα ερωτήματα και ασάφειες, ενισχύοντας μία αμφιθυμία για το θέμα, καθώς και να προσαρμόζουμε πάντα αυτά που λέμε στη γλώσσα της ηλικίας του παιδιού και στην προσωπικότητά του.
Κάθε παιδί είναι διαφορετικό και έχει τους δικούς του ρυθμούς τους οποίους οφείλουμε να σεβαστούμε αρκεί να είμαστε συνεπείς ως γονείς μεταξύ μας ως προς τα μηνύματα που του δίνουμε δίχως να πέφτουμε στην παγίδα της διπλότητας και της αντιφατικότητας.