Με δεδομένο ότι και οι διευκρινιστικές εγκύκλιοι που εκδόθηκαν περισσότερο περιέπλεξαν παρά αποσαφήνισαν το πώς ακριβώς γίνεται η καταβολή των εισφορών, το υπουργείο Εργασίας προωθεί σχέδιο νόμου με στόχο την επίσπευση διαδικασιών για την εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Δηλαδή φέρνει νέο νόμο για να αλλάξει τον νόμο Κατρούγκαλου. Σε αυτόν θα περιλαμβάνονται διατάξεις οι οποίες αλλάζουν σημαντικά σημεία του νόμου Κατρούγκαλου που ψηφίστηκαν τον Μάιο του 2016, θα έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2017 κι ακόμη δεν μπορούν να υλοποιηθούν, όπως π.χ. τα μπλοκάκια.
ΦΕΡΝΟΥΝ ΝΕΟ ΝΟΜΟ. Επίσης ξήλωμα του νόμου Κατρούγκαλου καταγράφεται όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των νέων συντάξεων (αιτήσεις από Μάιο 2016). Επρεπε να περάσουν δέκα μήνες για να καταλάβουν στο υπουργείο Εργασίας ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί η διάταξη η οποία προέβλεπε να διαμορφώσει τον συντελεστή μισθών, με βάση τον οποίο αναμενόταν να υπολογιστούν οι κύριες συντάξεις. Μετάτην ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ότι δεν είναι δυνατό να εκδοθεί ο δείκτης μεταβολής μισθών από το 2002 και μετά και προκειμένου να ξεμπλοκάρει η διαδικασίαέκδοσης περίπου 100.000 αιτήσεων συνταξιοδότησηςπου έχουν κατατεθεί μετά τον νέο ασφαλιστικό νόμο, το υπουργείο Εργασίας προχώρησε στην κατάθεση τροπολογίας, με την οποία για το διάστημα έως και το 2020 ο υπολογισμός των συντάξιμων αποδοχών θα διενεργείται με βάση τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα από το 2021 και μετά, σύμφωνα με την τροπολογία, θα γίνειμε βάση τον δείκτη μεταβολής μισθώνπου θα υπολογιστεί από την ΕΛΣΤΑΤ, εφόσον καθοριστούν οι όροι από τα συναρμόδια υπουργεία.
Εξηγεί δε ότι η δαπάνη για το Ασφαλιστικό μετά το 2010 διευρύνθηκε, ασχέτως αν μειώθηκε η δαπάνη κατ’ άτομο, διότι δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές, εισήλθαν 800.000 νέοι συνταξιούχοι και μειώθηκαν τα εισοδήματα από εργασία με τις περικοπές των μισθών και την ανεργία.
Ο πρώην υπουργός στη συνέντευξή του στο Πρακτορείο αναφέρεται στη «φτώχεια» και τις «ανισότητες», όπως διαμορφώνονται στην περίοδο μετά το 2009, τις οποίες περιγράφει στο νέο του βιβλίο. «Οταν πέφτουν τα εισοδήματα, ακόμη κι αν η σχέση ανισότητας παραμένει ίδια μεταξύ τους, ουσιαστικά η ανισότητα αυξάνεται» υπογραμμίζει. Για τη φτώχεια λέει ότι «υπάρχει μια μέση μείωση του εισοδήματος του μέσου πολίτη κατά 40%, συνυπολογίζοντας μείωση εισοδήματος, αύξηση φόρων και μείωση κοινωνικών παροχών. Οι πιο φτωχοί είναι τα παιδιά και οι νέοι ώς 30 ετών, ενώ οι γυναίκες κατάφεραν να μπουν στην αγορά εργασίας, έστω με κατώτερους όρους, για να αντισταθμίσουν το χαμένο οικογενειακό εισόδημα. Το ένα τρίτο από τα 1,6 εκατομμύρια των φτωχών είναι νεόπτωχοι, γέννημα-θρέμμα της κρίσης, οι οποίοι προέρχονται, σε μεγάλο βαθμό, από μεσαία και ανώτερα στρώματα».
Ο πρώην υπουργός, στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, αναδεικνύει την αντίφαση και το δύσκολο του εγχειρήματος «να ζητάμε από το κράτος να ακολουθήσει πολιτικές και πρακτικές που θα ξεπεράσουν την κρίση, ερχόμενο σε σύγκρουση με τα συμφέροντά του», προσθέτοντας ότι αυτό είναι εφικτό «αν γίνει μια μεγάλη πολιτική υπέρβαση». «Αυτό που χρειαζόμαστε», καταλήγει, «είναι ισχυρές πολιτικές δυνάμεις, με ισχυρή βούληση και ισχυρή πολιτική ηγεσία».
Καταπέλτης ο Γιαννίτσης
«Τα ελλείμματα του Ασφαλιστικού (γύρω στα 120 δισ. ευρώ) μεταξύ 2000 και 2009 αντιστοιχούσαν στο 80% του πρόσθετου χρέους που δημιουργήθηκε», ενώ «στο διάστημα 2010-2015 η συμμετοχή του Ασφαλιστικού στην αύξηση του χρέους ήταν κάπου 120%»