Κρακοβία, Δεκέμβρης του 1939. Μια γυναίκα εισέρχεται κάπως αγέρωχα στο Εθνικό Μουσείο της πόλης. Ονομάζεται Σαρλότ Βέχτερ και είναι σύζυγος του Οτο Βέχτερ: του αυστριακού αξιωματικού των SS που έχει επιφορτιστεί με τη διοίκηση της περιοχής και που για αυτόν τον λόγο (ή και όχι) έχει εγκαταστήσει το αρχηγείο του στο ιστορικό Παλάτι Ποτότσκι. Το παλάτι είναι ένα όμορφο κτίριο, αν και, κατά τη γνώμη της κυρίας διοικητού, χρειάζεται μερικές προσθήκες. Εξού και η επίσκεψή της στο Εθνικό Μουσείο: μέχρι να αποχωρήσει, από τις αίθουσές του είχε ξεκρεμάσει ή σταμπάρει όποιον πίνακα της άρεσε περισσότερο.

Γούστο διέθετε, καθώς, σύμφωνα με μια κατοπινή κυβερνητική εκτίμηση, η Σαρλότ πήρε «τα πιο θεσπέσια ζωγραφικά έργα, τα ομορφότερα παλιά έπιπλα, στρατιωτικά αντικείμενα κ.λπ., παρόλο που ο διευθυντής την είχε προειδοποιήσει να μην αποσπάσει τέτοια αριστουργήματα». Εκείνη το βιολί της: προτού επιστρέψει στην Αυστρία έκανε το ίδιο και με έργα του παλατιού, χωρίς πάντως να είναι η μόνη με παρόμοιες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Περίπου 500.000 καλλιτεχνήματα λαφυραγωγήθηκαν από την Πολωνία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πολωνικό υπουργείο Πολιτισμού προσπαθεί μέχρι και σήμερα να τα εντοπίσει σε διεθνείς δημοπρασίες. Η επιστροφή έργων από τους τωρινούς κατόχους τους δεν συνηθίζεται: το υπουργείο έχει τύχει ακόμα και να αγοράσει κάποιο από αυτά σε ανώνυμους πλειστηριασμούς.

ΤΡΙΑ ΕΡΓΑ. Προ ολίγων ημερών, ωστόσο, έγινε κάτι ανέλπιστο, όπως αναφέρει η βρετανική «Γκάρντιαν». Ο 78χρονος Χορστ Βέχτερ, το τέταρτο από τα έξι παιδιά της Σαρλότ και του Οτο, επέστρεψε στο πολωνικό κράτος τρία έργα από τη γονεϊκή λεία, τα οποία προέρχονταν από το Παλάτι Ποτότσκι και τα τελευταία χρόνια βρίσκονταν στην κατοχή του: μια ζωγραφική απεικόνιση του παλατιού, έναν χάρτη της Πολωνίας χρονολογημένο στον 17ο αιώνα και μια γκραβούρα της Κρακοβίας από την εποχή της Αναγέννησης.

Ειδικά ο πίνακας άρεσε πολύ στη μητέρα του. «Τον κρεμούσε σε όποιο σπίτι έμενε και τον πήρε μαζί της από το γραφείο του πατέρα μου στο σπίτι στην Αυστρία, όπου ζήσαμε στη συνέχεια» δήλωσε σχετικά ο Χορστ. Η μητρική προτίμηση, βέβαια, δεν τον εμπόδισε να επιχειρήσει και στο παρελθόν να επιστρέψει τα έργα. Ομως οι κληρονόμοι της οικογένειας Ποτότσκι δεν ήθελαν την παραμικρή σχέση με τον γιο ενός αξιωματικού των SS. Το πολωνικό κράτος αποδείχθηκε πιο καταδεκτικό. Ο εκπρόσωπός του, ο Ρίτσαρντ Τσαρνέσκι, ευρωβουλευτής και μέλος του συντηρητικού, κυβερνώντος κόμματος της χώρας, δήλωσε στη σχετική τελετή ότι ίσως πρόκειται για την πρώτη φορά που στην Πολωνία επιστρέφεται τέχνη κλεμμένη από τους Ναζί.

ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΓΚΕΤΟ. Ενα χεράκι στην υπόθεση έβαλε και η Μαγκνταλένα Ογκόρεκ, η πολωνή ιστορικός που συνομίλησε πολλές φορές με τον Χορστ, για τις ανάγκες ενός βιβλίου της, με θέμα τη ζωή και τη δράση του πατέρα του. Η Ογκόρεκ είχε παρατηρήσει εκείνον τον χάρτη του 17ου αιώνα στην εικονογράφηση ενός άρθρου για τον Χορστ στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Οταν τον ρώτησε λεπτομέρειες, εκείνος παραδέχθηκε ότι ο χάρτης είχε κλαπεί από τη μητέρα του και δεν δίστασε στιγμή να επιχειρήσει εκ νέου να τον επιστρέψει. Αρχικά, όμως, ακόμα και οι κρατικοί αξιωματούχοι απέφευγαν να έρθουν σε επαφή με τον απόγονο του Ναζί που διέταξε τον διωγμό περίπου 68.000 Πολωνοεβραίων και τον εκτοπισμό αρκετών ακόμα σε γκέτο.

Κατά τη γνώμη του Χορστ, πάντως, ο Οτο Βέχτερ ήταν ένα απρόθυμο γρανάζι του Γ’ Ράιχ –πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες το 1949, λίγο πριν διαφύγει στην Αργεντινή. Οπως και να έχει, η επιστροφή των κλοπιμαίων ήταν για εκείνον κάτι σαν λύτρωση. «Δεν είμαι πολύ περήφανος για τα κατορθώματά μου· επιστρέφω λοιπόν τα έργα όχι για μένα, αλλά για λογαριασμό της μητέρας μου» είπε. Ο Ρίτσαρντ Τσαρνέσκι, από την άλλη, ήλπιζε ότι αυτή η κίνηση «θα ενθαρρύνει κι άλλες οικογένειες που κατέχουν λεηλατημένα έργα τέχνης να τα επιστρέψουν αντί να προσπαθήσουν να τα πουλήσουν σε δημοπρασίες».